Ακούσαμε χτες στις ειδήσεις
ότι έχασαν τη ζωή τους σε τροχαίο ο νομπελίστας μαθηματικός και οικονομολόγος Τζον
Νας και η γυναίκα του. Η συνέντευξή του στον Θανάση Λάλα, όταν πριν από χρόνια
επισκέφθηκε την Ελλάδα, και η ταινία για τη ζωή του «A wonderful mind» με τον ελληνικό τίτλο
«Ένας υπέροχος άνθρωπος» και με πρωταγωνιστή τον Ράσελ Κρόου, μου έδωσαν την ιδέα
να γράψω την άνοιξη του 2014 μια (ανέκδοτη ακόμα) νουβέλα με τίτλο «Όταν οι έρωτες
στοιχειώνουν…». Συνιστώ σ’ όσους δεν έτυχε να δουν τη συγκεκριμένη ταινία να
την αναζητήσουν και παραθέτω ένα απόσπασμα από την προαναφερόμενη νουβέλα μου:
«-Ο Νας επί τριάντα χρόνια υπέφερε
από σχιζοφρένεια (μου εξήγησε). Τελικά, χάρη στη θέλησή του και τη βοήθεια της
γυναίκας του, όχι μόνο ξεπέρασε το πρόβλημά του, αλλά το 1994 βραβεύτηκε με Νόμπελ
στην Οικονομία. Η περίπτωσή του μάλιστα γυρίστηκε μετά από μερικά χρόνια και
ταινία που
προβλήθηκε και στην Ελλάδα με τον τίτλο «Ένας υπέροχος άνθρωπος»!...
* * *
" Έφυγα από την κλινική μετά τη
δύση του ήλιου. Ήμουν συγκλονισμένος ακόμα από αυτά που είχα μάθει και είχα δει
με τα μάτια μου… Ένιωθα την
ανάγκη να
περπατήσω και ν’ αναπνεύσω καθαρό αέρα. Ήθελα να σκεφτώ αν και με ποιον
τρόπο
θα μπορούσα να βοηθήσω τη γυναίκα με την οποία ήμουν ερωτευμένος, να
πιστέψω
ότι κι εκείνη θα κατάφερνε με τη βοήθειά μου να θεραπευτεί, όπως τα
κατάφερε κι
εκείνος ο Αμερικανός επιστήμονας με τη βοήθεια της γυναίκας του. Μάταιος
κόπος.
Όσες ώρες περπατούσα άσκοπα στους δρόμους της Κηφισιάς, όλες οι
προσπάθειές μου
να δραπετεύσω από τον απρόσμενο εφιάλτη που ζούσα και να σκεφτώ κάποια
ελπιδοφόρα προοπτική απέτυχαν. Στο νου μου έρχονταν και ξανάρχονταν
άλλοτε κάποιες
τραγικές φιγούρες ασθενών, που κυκλοφορούσαν χαπακωμένοι σαν τους
τοξικομανείς στους
διαδρόμους και στο καθιστικό της κλινικής, άλλοτε σκηνές από την ιστορία
της (...), που μου είχε αφηγηθεί ο Χατζίρης κι άλλοτε το θέαμα που
αντίκρισα
μπαίνοντας στο δωμάτιο της νοσηλείας της.
Είχε ξυπνήσει από τον βαθύ και πολύωρο ύπνο της,
επακόλουθο των ηρεμιστικών που της είχαν χορηγήσει, αλλά δεν έδειχνε καθόλου
ήρεμη. Η στάση της και το ύφος της μου θύμισαν παγιδευμένο και φοβισμένο ζώο.
Καθόταν ανακούρκουδα δίπλα στο μαξιλάρι του κρεβατιού, με την πλάτη στον τοίχο
και το κεφάλι σκυφτό, σφιχταγκαλιάζοντας τα πόδια της πάνω στο στήθος, σαν να
κρατούσε κάποιο μωρό που ήθελαν να της αρπάξουν… Ένα μεγάλο κουβάρι, μέσα στο
φαρδύ κάτασπρο νυχτικό που της φόρεσαν, είχε γίνει το κορμί της. Το πρόσωπό της
άβαφο και χλομό, πλαισιωμένο από τα
μακριά αχτένιστα μαλλιά της, παρέπεμπε σε αρχαία τραγωδία. Χωρίς να απαντήσει
στον χαιρετισμό μου, σήκωσε για μια στιγμή το κεφάλι της και, κοιτάζοντας
έντρομη το παράθυρο απέναντί της, μου είπε: «Είναι ακόμα εκεί και με περιμένουν
να με σκοτώσουν!» Ήταν τα μοναδικά λόγια που ξεστόμισε, στα ελάχιστα λεπτά που
παρέμεινα στο δωμάτιό της.
Περπατούσα άσκοπα με το μυαλό μου
δέσμιο της πονεμένης ιστορίας που είχα ακούσει και των τραγικών εικόνων που
είχα αντικρίσει στην κλινική. Ο καιρός ήταν ζεστός και τα παράθυρα των
περισσότερων αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν στην Κηφισιά ήταν ανοιχτά ή
μισάνοιχτα. Ο ταξιτζής που σταμάτησε δίπλα μου σε κάποιο φανάρι, περιμένοντας
ν’ ανάψει πράσινο, είχε φαίνεται κι εκείνος τα ντέρτια του. Άκουγε Ανδριόπουλο στη
διαπασών με τη Σωτηρία Μπέλλου να
τραγουδά «τα καλοκαίρια μας μικρά κι
ατέλειωτοι χειμώνες». Αλήθεια, σκέφτηκα ακούγοντας τον συγκεκριμένο στίχο του Μιχάλη
Μπουρμπούλη, τι νόημα έχει η φράση πως ο Δημιουργός «τα πάντα εν σοφία
εποίησε», αφού στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων κυριαρχούν συνήθως «οι
χειμώνες»; Βέβαια, αν δεν υπήρχαν όσα μας μαυρίζουν τη ζωή, δεν θα μπορούσαμε
να εκτιμήσουμε όσα την ομορφαίνουν. Καθένα από τα ζεύγη των αντίθετων καταστάσεων
που εναλλάσσονται στη ζωή μας, -χαρά και λύπη, υγεία και αρρώστια, καλοκαίρι
και χειμώνας- δίνει υπόσταση στο άλλο και τα δυο μαζί δίνουν νόημα στις λέξεις «επιθυμία» και «ευχή». Γιατί τι θα μπορούσαμε
να επιθυμήσουμε ή να ευχηθούμε στη ζωή, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα της
εναλλαγής από το ανεπιθύμητο στο επιθυμητό; Κάποια σκοπιμότητα, λοιπόν, υπάρχει
σε τούτη την εναλλαγή. Όμως τα ανεπιθύμητα, «οι χειμώνες», συνήθως κυριαρχούν,
ενώ τα επιθυμητά έρχονται σπάνια και παρέρχονται γρήγορα. Πόσο ωραίο θα ήταν
να συμβαίνει το αντίθετο! Οι ευχές μας
και τα όμορφα όνειρά μας να μετατρέπονται σε μια ατελείωτη πραγματικότητα κι
όσα μας βασανίζουν να αποτελούν κάθε φορά ένα σύντομο διάλειμμα!
Η μακρά και κουραστική
περιπλάνησή μου με οδήγησε τελικά σε κάποιο μπαρ. Μπαίνοντας διαπίστωσα ότι δεν
είχε καμιά σχέση με τα ακριβά και ευπρεπή μπαρ, στα οποία παλιότερα έδινα
ραντεβού με τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή μου. Τι σημασία είχε; Στην
κατάσταση που βρισκόμουν, η εικόνα του χώρου, όπου θα μπορούσα να καθίσω για
λίγο και να πιω ένα ποτό, ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε.
Δεν συνηθίζω να πίνω. Σπάνια και
το πολύ ένα δυο ποτηράκια. Εκείνο το βράδυ όμως, με τη συντροφιά κάποιας
καραβοτσακισμένης, που έκανε κονσομασιόν σ’ εκείνο το καταγώγιο, αδειάσαμε αμέτρητα
ποτήρια. Εγώ ουίσκι-μπόμπα, για να ξεχάσω, εκείνη τσαγάκι ή κάτι άλλο που
έμοιαζε με ουίσκι, για να βγάλει το νυχτοκάματο.
Δεν συνηθίζω ούτε τις
εξομολογήσεις στους γνωστούς μου -πολύ περισσότερο σε αγνώστους. Όμως από
κάποιο ποτήρι και μετά άνοιξα την καρδιά μου σε κείνη τη γυναίκα κι άρχισα να
της αραδιάζω με λεπτομέρειες όλα όσα συνέβησαν στο χρονικό διάστημα που υποφέρω
από τον νταλκά μου για τη Μάρθα. Η καραβοτσακισμένη, έχοντας πάρει μαθήματα από
κάποιον εξομολόγο ή έχοντας κληρονομήσει το DNA του, μ’ άκουγε υπομονετικά, παρεμβάλλοντας στον μονόλογό μου
άλλοτε επιφωνήματα έκπληξης κι άλλοτε φράσεις συμπόνιας. Τελικά, όταν με είδε
να ’χω γίνει λιώμα στο ποτό και να κλαίω σαν μικρό παιδί, με λυπήθηκε. Μιμούμενη
τον καλό Σαμαρείτη, με βοήθησε να σηκωθώ και να βγω στο δρόμο, με στήριξε να
μην σωριαστώ όση ώρα περιμέναμε να σταματήσει κάποιο ταξί και με αποχαιρέτησε
μ’ ένα φιλί στο μάγουλο. Της το ανταπέδωσα, σαν να την γνώριζα από χρόνια. Αν
θυμάμαι καλά μάλιστα, της αποκάλυψα και τη βεβαιότητά μου ότι ο πραγματικός
πατέρας μιας γυναίκας με τη δική της καλοσύνη, δεν πρέπει να ήταν ο νταβατζής
για τον οποίο μου είχε μιλήσει, αλλά ο εξομολόγος της μητέρας της.
Επέστρεψα στο σπίτι μου σε κακή
κατάσταση. Μετά από πολλές προσπάθειες μπόρεσα να βάλω το κλειδί στην
κλειδαρότρυπα και ν’ ανοίξω, έφτασα παραπατώντας στον ανελκυστήρα κι από αυτόν
στην πόρτα του διαμερίσματός μου, την οποία ξεκλείδωσα εφαρμόζοντας και πάλι τη
μέθοδο της δοκιμής και πλάνης. Μην έχοντας κουράγιο να φτάσω στο δωμάτιό μου,
έπεσα στον καναπέ του καθιστικού με τα ρούχα και βυθίστηκα σε λήθαργο.
* * *
Την Τρίτη ξύπνησα αργά και με
πονοκέφαλο. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να τηλεφωνήσω στη Μυρτώ και να της πω ότι ήμουν αδιάθετος
και δεν θα πήγαινα στο γραφείο. (....) Μισή ώρα αργότερα βρισκόμουν σ’ ένα βιντεοκλάμπ.
-Θα ήθελα την ταινία «Ένας
υπέροχος άνθρωπος», πληροφόρησα την υπάλληλο. «Υπέροχος, όπως εκείνη…»,
πρόσθεσα μέσα μου.''
Θάνος Μπλούνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.