Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Η παιδαγωγική λογοτεχνία,η παιδαγωγική και ο ρόλος του βιώματος στο παιδικό βιβλίο



«Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μια ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και  δεν μπορούσαμε πια ν' ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια-ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού  και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής,  χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο: Σώπα,  δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε,  ν’ ακούσουμε το πουλί!»


Θάνος Μπλούνας
τ. Ειδ. πάρεδρος Παιδαγ. Ινστιτούτου


Η παιδική λογοτεχνία (π. λ.), ως τέχνη που απευθύνεται στο παιδί, αποσκοπεί στο «τέρπειν άμα και διδάσκειν», στην «ψυχαγωγία» με τη σύγχρονη αλλά και την αρχική έννοια του όρου -«αγωγή της ψυχής». Από την άποψη αυτή δεν είναι ασφαλώς άσχετη με την παιδαγωγική, την επιστήμη της αγωγής του παιδιού. Βέβαια, οι σκοποί της π. λ. δεν περιορίζονται στο συγκεκριμένο δίπολο. Ανάλογα με το θέμα ενός κειμένου και τις προθέσεις του συγγραφέα, μπορεί να επιδιώκονται και άλλοι σκοποί, όπως, λ.χ., η διέγερση της φαντασίας του παιδιού, η καλλιέργεια της δημιουργικότητάς του, η ανάπτυξη της κριτικής του σκέψης κ. ο. κ.
Το γεγονός ότι παρόμοιοι σκοποί αναφέρονται και στα
αναλυτικά προγράμματα των σχολείων αποδεικνύει ότι η σχέση της π. λ. με την παιδαγωγική και τη διδασκαλία είναι στενή. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει και από το ότι η φιλαναγνωσία, που αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς της σχολικής διδασκαλίας, επιτυγχάνεται και  μέσω του καλού παιδικού βιβλίου. «Η σύγχρονη παιδική λογοτεχνία», υπογραμμίζει η Τζίνα Καλογήρου, «με τον πλούτο της θεματικής της και τις αισθητικές καινοτομίες στον τρόπο γραφής, διαφυλάττει και επαυξάνει τη συγκίνηση της ανάγνωσης και συμβάλλει αποτελεσματικά στην καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας».    

Η στενή σχέση της π. λ. με τη σχολική διδασκαλία υπήρξε ανέκαθεν και παραμένει γεγονός αναμφισβήτητο. Ωστόσο, η άποψη ότι η π. λ. εκτός από το «τέρπειν» πρέπει να επιδιώκει και το «διδάσκειν» προσκρούει συχνά σε αντιδράσεις και αφορισμούς, που αφορούν γενικότερα την τέχνη. Αρχίζοντας από την άποψη ότι «Η λογοτεχνία είναι τέχνη και η τέχνη δεν στρατεύεται» καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «ο διδακτισμός στην τέχνη είναι φασισμός»! Οι αφορισμοί αυτοί ισχύουν κυρίως για την τέχνη που απευθύνεται σε μεγάλους και στις δημοκρατίες είναι γενικά αποδεκτοί.

 Και μιλώντας ειδικά για τον διδακτισμό που χαρακτήριζε σχεδόν αποκλειστικά πολλά παιδικά βιβλία άλλων εποχών πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι υπήρξε -και εξακολουθεί να είναι στο βαθμό που χαρακτηρίζει και κάποια από τα βιβλία που κυκλοφορούν σήμερα- αφόρητος για τα παιδιά και απορριπτέος. Η απόρριψη όμως του απωθητικού και απαράδεκτου διδακτισμού αυτού του είδους, δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να περιορίζει την επιδίωξη του συγγραφέα στο «τέρπειν», αφήνοντας ανεκμετάλλευτη τη δυνατότητά του να επιδρά μέσω της τέχνης του ηθοπλαστικά στα παιδιά. Όμως το πώς θα «διδάξει» κανείς στα παιδιά και μέσα από τη λογοτεχνία κοινωνικά επιθυμητές συμπεριφορές και στάσεις ζωής, αποφεύγοντας τον κραυγαλέο και απωθητικό  διδακτισμό άλλων εποχών, είναι μια διαφορετική τέχνη, μια τέχνη εξίσου δύσκολη με τη δημιουργική γραφή, που πρέπει να κατέχουν όσοι γράφουν για τα παιδιά.

Αν δεχτούμε ως έναν εκ των βασικών σκοπών της π. λ. το «διδάσκειν» -την «αγωγή της ψυχής»- τότε ορισμένα είδη κειμένων, όπως μια αστεία ιστορία και πολύ περισσότερο ένα ανέκδοτο ή ένα στιχούργημα τύπου limerick, που απλά διασκεδάζουν προσωρινά τον μικρό αναγνώστη ή ακροατή και μετά ξεχνιούνται, δύσκολα θα τα χαρακτηρίζαμε λογοτεχνικά. Αντίθετα, εντάσσουμε στην π. λ. πεζά και έμμετρα έργα, τα οποία εκτός από την έλξη που ασκούν στο παιδί με τη γλωσσική και τεχνική τους αρτιότητα, τη θεματολογία τους, τη δράση των ηρώων τους και την πλοκή τους, του  μεταφέρουν έντεχνα και κάποια μηνύματα που αγγίζουν τις ευαισθησίες του και επηρεάζουν τις απόψεις του και τη συμπεριφορά του. Σ’ αυτήν την κατηγορία εντάσσεται ασφαλώς ένα ποίημα ή ένα πεζό κείμενο που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί την εντύπωση ότι περιορίζεται στο να υμνήσει την ομορφιά ενός τοπίου ή απλά να παρουσιάσει την απωθητική εικόνα ενός καμένου δάσους ή μιας βρόμικης παραλίας, ενώ απώτερος σκοπός του είναι να ξυπνήσει ή να ενδυναμώσει την ευαισθησία του μικρού αναγνώστη για το περιβάλλον και σε τελική ανάλυση να του μεταφέρει το μήνυμα της υποχρέωσης που έχουμε όλοι να το προστατέψουμε.

Η παιδαγωγική διάσταση της π. λ. έχει αναγνωριστεί από πολύ παλιά. Μάλιστα σε παλιότερες εποχές πολλοί από εκείνους που απευθύνονταν με το έργο τους στα παιδιά απέβλεπαν πρωτίστως και κυρίως στη διαπαιδαγώγησή τους. Κάποιοι από τους συγγραφείς εκείνους κατάφεραν με το ταλέντο τους και τη διαίσθησή τους να προσεγγίσουν τις ψυχές των παιδιών και να τα επηρεάσουν θετικά και με τρόπο παιδαγωγικά ενδεδειγμένο. Γι’ αυτό και τα έργα τους αγαπήθηκαν και άντεξαν στον χρόνο. Άλλοι όμως κινήθηκαν στον αντίποδα. Τα έργα τους, διανθισμένα με πληκτικές ή και ενοχλητικές νουθεσίες, ελάχιστη σχέση είχαν με τα διαφέροντα και τις ανάγκες των παιδιών. Γι’ αυτό και η απήχησή τους υπήρξε μηδαμινή.

Αυτού του είδους ο απωθητικός ηθοπλαστικός -και θρησκευτικός- διδακτισμός, που χαρακτήριζε το περιεχόμενο των παιδικών βιβλίων, δεν ήταν καθόλου άσχετος με την επικρατούσα τον 19ο αιώνα Ερβαρτιανή παιδαγωγική και το «δασκαλοκεντρικό» σχολείο της εποχής. Ο δάσκαλος εκείνου του σχολείου, αδιαφορούσε για τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες, για τα βιώματα και τις εμπειρίες των μαθητών του. Το έργο του εξαντλούνταν στην από καθέδρας «προσφορά» γνώσεων, στην περιγραφή επιθυμητών συμπεριφορών, που περιλαμβάνονταν στο Αναλυτικό Πρόγραμμα του σχολείου και στον εξαναγκασμό των παθητικών κι αδιάφορων μαθητών του να απομνημονεύσουν τις προσφερόμενες γνώσεις και να υιοθετήσουν άκριτα τις «σωστές» συμπεριφορές.
                                                      
Η παιδαγωγική του 20ού αιώνα μετατοπίζει το κέντρο βάρους της όλης σχολικής εργασίας από το δάσκαλο στο μαθητή. Το «Νέο Σχολείο» ή και «Σχολείο Εργασίας», όπως αποκλήθηκε, μετατρέπεται σε «παιδοκεντρικό». Η διδασκαλία εδράζεται στις εμπειρίες και τα βιώματα των παιδιών και χαρακτηρίζεται από την ενεργητική συμμετοχή τους στη μαθησιακή διαδικασία και τη δράση τους μέσα και έξω από την τάξη. Ο μαθητής «μαθαίνει πράττοντας», αποκτά αυτενεργώντας και με τη διακριτική βοήθεια του δασκάλου του εμπειρίες, γνώσεις, δεξιότητες και στάσεις, (καθ)οδηγείται στο “Learning by doing”. Επιπλέον, μέσω της διαδικασίας αυτής, «μαθαίνει πώς να μαθαίνει», φθάνει στο “Learning how to learn”, ώστε στο μέλλον να μπορεί αυτοδύναμα να επαυξάνει και να διευρύνει τα εφόδια που απέκτησε στο σχολείο.

Επισημαίνοντας τη σημασία της εμπειρίας για την αποτελεσματική διδασκαλία ο Τζον Ντιούι, πατέρας του φιλοσοφικού ρεύματος του Πραγματισμού και της παιδαγωγικής του 20ού αιώνα, γράφει : «…για να υλοποιήσει τους σκοπούς της, που έχουν σχέση με το άτομο και την κοινωνία, η εκπαίδευση οφείλει να βασιστεί στην εμπειρία (και στα βιώματα) που συνδέεται (συνδέονται) με την πραγματική ζωή του ατόμου».

Ας μην ξεχνάμε ότι εμπειρία και μάθηση συνδέονται αναπόσπαστα και ότι οι εμπειρίες που εμπλέκονται σε μια δεδομένη δραστηριότητά μας δρουν μέσα μας προς δύο κατευθύνσεις: Αφενός εμπλουτίζουν τις προγενέστερες και σε μικρό ή μεγάλο βαθμό επηρεάζουν κάποιες από αυτές με τελικό αποτέλεσμα την τροποποίηση και προσαρμογή των απόψεων και της συμπεριφοράς μας στα νέα δεδομένα και αφετέρου καθορίζουν την πορεία και την ποιότητα όσων θα ακολουθήσουν. Συνεπώς, η σύνδεση της διδασκαλίας με τις εμπειρίες και τα βιώματα των παιδιών αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχία των στόχων της και γενικότερα των σκοπών της αγωγής.
                                                       
Ό,τι ισχύει ως προϋπόθεση για την επιτυχία των σκοπών της αγωγής, ισχύει και για την υλοποίηση των σκοπών της π. λ. Ο συγγραφέας που αποβλέπει με το έργο του στο «τέρπειν άμα και διδάσκειν» -ακόμα κι όταν γράφει ένα παραμύθι, που δεν συνδέεται με την πραγματική ζωή- δεν παραβλέπει σε καμιά περίπτωση τα βιώματα και τις εμπειρίες  των παιδιών. Οι κυριότεροι  χαρακτήρες των έργων του είναι παιδιά, που αισθάνονται και συμπεριφέρονται όπως και οι ανήλικοι αναγνώστες του. Άλλοι από αυτούς έζησαν σε κόσμους μακρινούς κι εξωτικούς του παρελθόντος, στο οποίο παραπέμπουν με την πανομοιότυπη εισαγωγική φράση τους τα παραμύθια του δυτικού πολιτισμού, άλλοι δρουν στην εποχή μας και στο γνώριμο περιβάλλον μας κι άλλοι έρχονται από το άγνωστο μέλλον, όπως το φαντάζεται ο συγγραφέας. 

Σημαντικό ρόλο για να επιλέξουν ένα βιβλίο τα παιδιά και ν’ αρχίσουν να το διαβάζουν παίζουν, εκτός από την ηλικία των κυριότερων χαρακτήρων της ιστορίας ή των ιστοριών που περιλαμβάνει, η αναγνωρισιμότητα του ονόματος του συγγραφέα και το αν έχουν διαβάσει και κάποιο άλλο βιβλίο του που τους άρεσε, ο τίτλος του βιβλίου, η εικόνα του εξωφύλλου και γενικά η εικονογράφησή του, καθώς και το σημείωμα για το περιεχόμενο που υπάρχει ενδεχομένως στο οπισθόφυλλο. Βέβαια, το αν η ανάγνωση του βιβλίου θα συνεχιστεί από το κάθε παιδί ως το τέλος ή θα περιοριστεί σ’ ελάχιστες σελίδες του, εξαρτάται από το πόσο ενδιαφέροντα είναι για το παιδί αυτό όσα διαβάζει…

Ο συγγραφέας δεν παραβλέπει και δεν υποτιμά τον κίνδυνο της απόρριψης του έργου του. Γι’ αυτό και ο στόχος του από τη στιγμή που θ’ αρχίσει να γράφει μια δραματική ή αστεία ιστορία είναι διπλός: Αφενός να καταφέρει να προκαλέσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του από τις πρώτες σελίδες της και αφετέρου να το διατηρήσει ζωηρό κι αμείωτο ως το τέλος της. Πώς; Με τη δράση των ηρώων της, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο κάθε έργου της π.λ. και από την οποία δεν αποκλείονται τα παθήματα αλλά και τα φανταστικά και υπεράνθρωπα κατορθώματα, με τους ζωηρούς διαλόγους και το χιούμορ,  με την πλοκή της υπόθεσης και τέλος με το μυστήριο και τις ανατροπές που τροφοδοτούν την αγωνία για τη συνέχεια και το τέλος της ιστορίας του. Στο πλαίσιο αυτό τα οποιαδήποτε ηθοπλαστικά μηνύματα που επιθυμεί να περιλάβει σ’ αυτήν κατά κανόνα δεν έχουν τη μορφή αφορισμών. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που γίνεται αυτό, ο διδακτισμός (πρέπει να) είναι συγκεκαλυμμένος και δυσδιάκριτος.
Συνήθως ένα μήνυμα που υποκρύπτεται στις γραμμές μιας ιστορίας για παιδιά γίνεται κατανοητό και αποδεκτό, όταν προκύπτει αβίαστα ως συμπέρασμα του αναγνώστη από την παρατήρηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς ενός ήρωα και των αποτελεσμάτων της.

 .Βλ. Ν., Β. Πετρουλάκη: Εμπειρία και μάθηση. Παιδαγωγική και Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια-Λεξικό, τ.2, σ.1009-1010, Ελληνικά Γράμματα, 1989

 «Μια φορά κι έναν καιρό…», “Once upon a time…”, “Es war einmahl…”….
 Πρβλ: Τον υποκρυπτόμενο διδακτισμό στους στίχους του Καβάφη «Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη/ να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος» ή τη φράση που λέει η γελώντας η νεράιδα στον ψευδόμενο Πινόκιο του Κάρλο Κολόντι: «Να τι παθαίνεις, όταν λες ψέματα!» (Μεγαλώνει η μύτη σου….)


Παρακολουθώντας τα δρώμενα και παρατηρώντας συμπεριφορά του κάθε ήρωα ο αναγνώστης οδηγείται ανεπαίσθητα, αφού σκεφτεί και κρίνει θετικά ή αρνητικά την συμπεριφορά του καθενός, να ταυτιστεί μ’ αυτόν που θεωρεί ως παράδειγμα προς μίμηση και όχι με κάποιον άλλον που λειτουργεί ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Τότε και μόνον τότε, όταν τα παιδιά-αναγνώστες ταυτίζονται με κάποιον από τους ήρωες μιας ιστορίας, όταν ζουν μαζί του τα δρώμενα υιοθετώντας αβίαστα επιθυμητές και απορρίπτοντας ανεπιθύμητες συμπεριφορές, όταν προσβλέπουν στο αίσιο τέλος της -την δικαίωση του καλού και την τιμωρία ή την μετάνοια και τη μεταμόρφωση του κακού-, τότε και μόνον τότε, μπορούμε να πούμε ότι ο συγγραφέας εκτός από τον σκοπό του «τέρπειν» έχει πετύχει και αυτόν του «διδάσκειν».
                                                               
Έχοντας αναφερθεί στη σημασία και την αναγκαιότητα της ύπαρξης στενής σχέσης ανάμεσα στα περιεχόμενα ενός παιδικού βιβλίου και τα βιώματα των αναγνωστών του, απομένει να εξετάσουμε και το ρόλο των βιωμάτων της παιδικής ηλικίας του συγγραφέα.
Πρέπει στις ιστορίες του για παιδιά ο συγγραφέας να περιλαμβάνει δικά του παιδικά βιώματα; είναι μια από τις ερωτήσεις που απευθύνουν κάποιοι γονείς σε συγγραφείς παιδικών βιβλίων. Η απάντηση είναι εύκολη και κοινότοπη.

Η π. λ. και γενικότερα η μυθοπλασία δεν αποτελεί προϊόν παρθενογένεσης. Ο συγγραφέας, είτε απευθύνεται σε παιδιά είτε σε μεγάλους, δεν γράφει ποτέ ανεπηρέαστος από τα παλιά ή πρόσφατα βιώματά του, μερικά από τα οποία μεταφέρει και στο έργο του. Τη συνηθισμένη αυτή πρακτική έχω ακολουθήσει και ο ίδιος σε δυο από τις ιστορίες του τελευταίου μου βιβλίου για παιδιά, που αναφέρονται  ακριβώς σε γεγονότα και καταστάσεις που είχα βιώσει κατά την παιδική μου ηλικία.
Πόση απήχηση μπορούν να έχουν στα παιδιά τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα που αποκτήθηκαν σε μια διαφορετική εποχή και σ’ ένα διαφορετικό περιβάλλον; είναι μια ακόμα σχετική με την προηγούμενη ερώτηση.

Αφού θυμίσω ότι και τα παραμύθια, που τόσο αρέσκονται να ακούν και να διαβάζουν τα παιδιά, διαδραματίζονται σε παλιές, απροσδιόριστες εποχές και σε άγνωστους συνήθως τόπους, θα αναφερθώ και πάλι σ’ ένα προσωπικό παράδειγμα:

Προ ετών χρησιμοποιώντας και κάποια ψήγματα αναμνήσεων ενός παραμυθιού που μου άρεσε ν’ ακούω όταν ήμουν μικρός, επινόησα και αφηγήθηκα νυχτιάτικα στα μικρά εκείνη την περίοδο παιδιά μου ένα παραμύθι. Το παραμύθι, παρά τη σχετικά μεγάλη του έκταση, τα κράτησε άγρυπνα ως αργά και το παρακολούθησαν με αμείωτο ενδιαφέρον ως το τέλος. Η απήχησή του, την οποία απέδωσα στο ότι τα ονόματα και η περιγραφή των δύο από τους τέσσερις ήρωες-παιδιά της ιστορίας παρέπεμπαν στα ίδια και τα διευκόλυνε να ταυτιστούν μ’ αυτούς, επιβεβαιώθηκε και από το ότι την επόμενη νύχτα μου ζήτησαν επίμονα να τους το επαναλάβω.
Κατά τη διάρκεια της επαναληπτικής εκείνης αφήγησης διαπίστωσα με έκπληξη ότι θυμούνταν ακόμα και λεπτομέρειες των όσων είχαν ακούσει την προηγούμενη νύχτα, αφού συχνά με διέκοπταν διορθώνοντας τις εκφράσεις μου ή με βοηθούσαν να συνεχίσω συμπληρώνοντας τα κενά της μνήμης μου. Τελικά το παραμύθι «τους», πήρε τη μορφή βιβλίου και κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Ο Φαταπίτσας, ο άφοβος Φοίβος και η πεντάμορφη Χρυσάνθη». Στο σημείο αυτό αξίζει να προσθέσω ότι κάποια προσωπικά μου παιδικά βιώματα έχουν περιληφθεί σε μια νουβέλα μου και ότι οι πρώτοι αναγνώστες αυτής της νουβέλας, πολύ πριν κυκλοφορήσει σε βιβλίο, υπήρξαν τα ανήλικα ακόμα παιδιά μου, «ο άφοβος Φοίβος» και «η πεντάμορφη Χρυσάνθη»…

 «Τα δίδυμα του Ζαχαρία και της Γλυκερίας Χαλβατζή: Αστείες ιστορίες από τη ζωή τους στη Στυλίδα», εκδ. Πάσσαρης, 2013
 Έκδ. Λακωνικής Σχολής 1, 2007
 «Ο κύριος Πρόκλος», στο βιβλίο «Η εξομολόγηση», Οιωνός, 2012


Το πόση απήχηση έχουν τα παιδικά βιώματα ενός συγγραφέα στα παιδιά επιβεβαιώνεται, όχι μόνο από παραδείγματα, όπως αυτό που προανέφερα, όπου η απήχηση μπορεί να αποδοθεί στην προσωπική σχέση ή συγγενική σχέση του συγγραφέα με τους αναγνώστες του, αλλά και σε περιπτώσεις που ο μοναδικός σύνδεσμος ανάμεσα στον συγγραφέα και τους μικρούς αναγνώστες του είναι τα συγγραφικό του έργο. Ας αναλογισθούμε μόνο πόσο δημοφιλή στα παιδιά όλου του κόσμου είναι τα βιβλία του Καρόλου Ντίκενς, που γράφτηκαν τον 19ο αιώνα.

«Ο Κάρολος Ντίκενς δεν απευθύνθηκε σε παιδιά. Έγραψε όμως γι’ αυτά {…} ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παιδική ηλικία ή, σωστότερα, ανέδειξε τους περισσότερο αξιομνημόνευτους παιδικούς χαρακτήρες». Γι’ αυτό και τα γνωστότερα από τα έργα του όπως «Οι μεγάλες προσδοκίες», το μυθιστόρημα που ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του ήρωά του, η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», στην οποία ξαναζωντανεύουν οι αναμνήσεις και τα παιδικά βιώματα του Σκρουτζ και ο «Δαβίδ Κόπερφιλντ», το σχεδόν βιογραφικό μυθιστόρημά του, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα κλασικά έργα για παιδιά. Γι’ αυτό και -για να έρθουμε στα δικά μας- «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που γράφτηκαν για παιδιά και περιλαμβάνουν βιώματα και εμπειρίες του συγγραφέα από την παιδική του ζωή στη Γρανίτσα Ευρυτανίας, αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τα Ελληνόπουλα.

 Τέλος, για τον ίδιο λόγο, οι ομάδες των εκπαιδευτικών που καταπιάνονται κατά καιρούς με τη συγγραφή σχολικών βιβλίων, περιλαμβάνουν συχνά στα βιβλία γλωσσικής διδασκαλίας αποσπάσματα από μυθιστορήματα καταξιωμένων πεζογράφων, που αναφέρονται σε βιώματα των παιδικών τους χρόνων. Αναφέρω  ενδεικτικά το απόσπασμα με τον τίτλο «Η Ψιχλού», που ανθολογήθηκε στη δεκαετία του ογδόντα στο πρώτο τεύχος του βιβλίου «Η Γλώσσα μου» της Ε΄ Δημοτικού και τελειώνω παραθέτοντας ως μνημόσυνο στον μεγάλο μας Νίκο Καζαντζάκη ένα πασίγνωστο απόσπασμα μιας εμπειρίας των πρωτοσχολικών του χρόνων, που περιέχεται στην αυτοβιογραφική του «Αναφορά στον Γκρέκο»:

«Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μια ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και  δεν μπορούσαμε πια ν' ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια-ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού  και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής,  χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο: Σώπα,  δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε,  ν’ ακούσουμε το πουλί!»

Τούτη τη συγκλονιστική σκηνή ας έχουν υπόψη τους κάποιοι δάσκαλοι, κάποιοι γονείς αλλά και ίσως και κάποιοι συγγραφείς παιδικών βιβλίων που, αδιαφορώντας για όσα ενδιαφέρουν και συγκινούν την ψυχή του παιδιού, θεωρούν ότι εκπληρώνουν την απαίτηση του «διδάσκειν» αναλισκόμενοι στην από θέση αυθεντίας μετάδοση ανιαρών γνώσεων και κουραστικών συμβουλών… 

                                         (Περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, τ. 115, Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2014)

 Σούλα Οικονομίδου-Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο: «Ο κύριος Ντίκενς και τα παιδιά του», εργασία αναρτημένη στο διαδίκτυο.
 Από το βραβευμένο μυθιστόρημα του Κώστα Καλατζή «Η ασημόπετρα», ΠΙΤΣΙΛΟΣ 1997





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.

Η Πελασγία από ψηλά