Έπειτα από μια αναστολή δραστηριοτήτων λόγω πένθους, η πολιτική τάξη της χώρας επανήλθε στους, ας πούμε, κανονικούς ρυθμούς και οι πολιτικοί αρχηγοί έπεσαν με τα μούτρα στις τοξικές και τυφλές αντιπαραθέσεις.
Το φιτίλι άναψε με το τέχνασμα του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος υπό όρους, προϋποθέσεις και πολλά «αν και εφόσον», είπε ότι θα συμμετάσχει μετεκλογικά σε μια κυβέρνηση και θα προτείνει ένα πρόσωπο-έκπληξη για τη θέση του Πρωθυπουργού. Ξέσπασε φασαρία, άρχισαν να λέγονται διάφορα, κάποιοι μίλησαν για αντιθεσμικές πρακτικές και επιδιώξεις, αλλά όλα αυτά είναι μάλλον υπερβολικά. Το βασικότερο πρόβλημα σε αυτά που λέει ο Ανδρουλάκης εδώ και καιρό, είναι ότι πρέπει να βγαίνουν στη συνέχεια διάφοροι δικοί του και να τα διευκρινίζουν, να τα ερμηνεύουν, να τα ανασκευάζουν. Αν χρειάζεται να εξηγείς συνεχώς αυτά που λες, κάποιο πρόβλημα έχει το μήνυμα.
Το θέμα εν όψει εκλογών είναι όμως ευρύτερο.
Έχει να κάνει με την ευκολία με την οποία η πολιτική συζήτηση εκτροχιάζεται και οδηγείται σε ασύμμετρες συγκρούσεις και ατυχείς συγκρίσεις.
Ενα χαρακτηριστικό δείγμα (μήπως και μια πρόγευση για όσα θα ακολουθήσουν;) ήταν ο άτυπος διάλογος μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα το απόγευμα της Δευτέρας.
Είπε ο Πρωθυπουργός στη Λαμία: