Γράφει ο Θάνος Μπλούνας
Σε δυο ώρες το 2011 θα παραχωρούσε τη θέση του στη νέα χρονιά.
Καθισμένοι από ώρα με το φίλο μου τον Ορχάν δίπλα στο αναμμένο τζάκι, συζητούσαμε για την κατάσταση στις χώρες μας, ενώ κάθε τόσο ρίχναμε κλεφτές ματιές στο πρωτοχρονιάτικο πρόγραμμα της τηλεόρασης. Όταν τελείωσα την αναφορά στα δικά μας, ήρθε η σειρά του να θυμηθεί αυτά που έζησε εκείνος, αρχίζοντας από τα πλέον πρόσφατα -από τη χρονιά που πέρασε.
Δεν ήταν και άσκημο το 11 για κείνον και για τη χώρα του. Αν εξαιρέσει κανείς την ένταση των σχέσεων τους με το Ισραήλ και τη Γαλλία, καθώς και τα προβλήματα με τους Κούρδους που εντάθηκαν μετά την πρόσφατη δολοφονία μερικών αμάχων, που οι δικοί του τους εξέλαβαν ως αντάρτες- η κατάσταση, όσον αφορά τις διαφορές της Τουρκίας με την Ελλάδα και με κάποιες άλλες χώρες, παρέμεινε σε γενικές γραμμές αμετάβλητη. Η ανεργία βέβαια δεν μειώθηκε -το αντίθετο. Όμως η αύξησή της δεν υπήρξε θεαματική. Μια μικρή αύξηση, ιδιαίτερα στα
αστικά κέντρα. Επώδυνη βέβαια για όσους είχαν την ατυχία να μείνουν χωρίς δουλειά, αλλά για τους πολλούς, όπως εκείνος ανεπαίσθητη. Αυτό που τον έκανε να θυμηθεί την ανεργία, ήταν η οικονομική κρίση, που έπληξε και την πατρίδα του πριν από μερικά χρόνια. Κινδύνεψε τότε κι εκείνος και πολλοί άλλοι -όχι μόνο οι άποροι και μονίμως εξαθλιωμένοι κάτοικοι της χώρας, αλλά και πολλοί αυτοαπασχολούμενοι νοικοκύρηδες, μισθωτοί της μεσαίας τάξης και συνταξιούχοι με ικανοποιητική σύνταξη, αλλά χωρίς άλλη περιουσία, να βρεθούν στο δρόμο. Μετά τις δραστικές περικοπές μισθών και συντάξεων, σε συνδυασμό με τις εξοντωτικές αυξήσεις στη φορολογία, όλοι οι συνεπείς φορολογούμενοι αυτής της κατηγορίας, λίγο έλειψε να καταφύγουν για την επιβίωσή τους στα συσσίτια που είχαν οργανώσει οι δήμοι και οι μουφτείες.
Ο Ορχάν είχε αποφύγει τότε αυτήν την ταπείνωση, υπέφερε όμως με τη σκέψη ότι αυτός, ο πρώην υψηλόβαθμος κρατικός υπάλληλος και στη συνέχεια μάλλον υψηλοσυνταξιούχος του δημοσίου, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει στα παιδιά του και στα εγγόνια του ούτε ένα μικρό τμήμα των όσων θα ήθελε. Θυμάται ότι μετά από αλλεπάλληλες περικοπές της βασικής του σύνταξης, αλλά και της μιας από τις δύο επικουρικές του συντάξεις, την παραμονή μιας πρωτοχρονιάς όπως αυτή, πηγαίνοντας στην τράπεζα να εισπράξει τη δεύτερη επικουρική του σύνταξη, για να πληρώσει το ενοίκιο, τα κοινόχρηστα, το ρεύμα του σπιτιού του και το τηλέφωνο, διαπίστωσε ότι την είχαν περικόψει κι αυτήν και μάλιστα κατά 40%. Για να εξακολουθήσει να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, αναγκάστηκε να καταργήσει το σταθερό τηλέφωνο και να χρησιμοποιεί μόνο στις πολύ πολύ ψυχρές μέρες την κεντρική θέρμανση, αρκούμενος τις υπόλοιπες στο τζάκι. Έσφιξε, λοιπόν, κι άλλο το ζωνάρι με τις παρήγορες σκέψεις ότι εκείνη τουλάχιστον τη χρονιά -στα 68 του χρόνια - δεν είχε αντιμετωπίσει κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας όπως κάποιες προηγούμενες, ότι κάποιοι άλλοι συνάνθρωποί του βρίσκονταν σε κάποιο νοσοκομείο ή υπέφεραν οικονομικά πολύ χειρότερα από τον ίδιο κι ότι, σε τελευταία ανάλυση, η οικονομική κρίση ήταν μια μπόρα που γρήγορα ή λίγο αργότερα θα περνούσε.
Η προσαρμογή του στα νέα οικονομικά δεδομένα δεν έγινε αδιαμαρτύρητα. Κι αυτό γιατί, εκτός από αυτές τις σκέψεις, που του έδιναν κουράγιο και υπομονή, το μυαλό του πήγαινε κάθε τόσο σ’ αυτούς και σ’ αυτά που τον εξόργιζαν: Στους κρατικούς υπαλλήλους που είχαν πλουτίσει με το μπαξίσι, στη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, στους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους μεγαλογιατρούς και μεγαλοδικηγόρους που είχαν ασφαλίσει τα νόμιμα και παράνομα κέρδη τους στις ελβετικές τράπεζες και τις υπεράκτιες εταιρίες, στη μερίδα των επίορκων διαπλεκόμενων πολιτικών που τσέπωναν τα «δωράκια» και τις μίζες, για να κάνουν τα στραβά μάτια στις παρανομίες κάθε οικονομικά ισχυρού δωροδότη και για να υπογράψουν υπερτιμημένες κρατικές προμήθειες και ασύμφορες για το δημόσιο συμβάσεις έργων.
Ευτυχώς, λίγο πριν το καράβι, στο οποίο επέβαινε ένας ολόκληρος λαός, βυθιστεί, κάποιοι υπεύθυνοι πολιτικοί πήραν το πηδάλιο στα χέρια τους και κατάφεραν να το απομακρύνουν από το τσουνάμι της οικονομικής κρίσης.
«Βέβαια», κατέληξε ο Ορχάν, «το μπαχτσίσι που βρίσκεται στο DNA του λαού μας, η φοροδιαφυγή και οι αχόρταγοι μεγαλοκαρχαρίες δεν έχουν εκλείψει. Όμως ο μεγάλος κίνδυνος πέρασε, το τσουνάμι κινήθηκε δυτικά και απειλεί τώρα το δικό σας καράβι, ενώ το δικό μας αρμενίζει πλέον σε πιο ήρεμα νερά. Μπορούμε, λοιπόν, να αισιοδοξούμε ότι οι πολιτικοί μας κι ο λαός μας έβαλαν πια μυαλό και θ’ αποφύγουν τα λάθη του παρελθόντος κι ότι το 2012 θα είναι μια καλή χρονιά!...»
* * *
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ήμουν έτοιμος ν’ αρχίσω τις συγκρίσεις με «τα καθ’ ημάς», κάποιος με σκούντηξε κι άκουσα τη φωνή της γυναίκας μου να μου λέει:
-Ξύπνα! Σε λίγο αλλάζει ο χρόνος…
Με κάποια προσπάθεια άνοιξα τα μάτια μου κι, εκτός από την ίδια, αντίκρισα απέναντί μου στην οθόνη της ανοιχτής τηλεόρασης τον Καμίνη στην φτωχικά στολισμένη πλατεία Κοτζιά -περασμένα μεγαλεία οι πρωτοχρονιάτικες φιέστες του Αβραμόπουλου μπροστά στο «ψηλότερο χριστουγεννιάτικο (σιδερό)δεντρο της Ευρώπης».
Η πρωτοχρονιάτικη τελετή υποδοχής του 2012, που είχα αρχίσει να παρακολουθώ λίγο πριν αποκοιμηθώ δίπλα στο τζάκι, κόντευε να φτάσει στο τέλος της. Το ότι είχα αποκοιμηθεί δεν ήταν ασυνήθιστο για την ηλικία μου. Το ασυνήθιστο ήταν που μετά από πολλά χρόνια είχα ονειρευτεί τον Ορχάν, τον Τούρκο «συμμαθητή μου» στην τάξη των γερμανικών, την περίοδο που υπηρετούσαμε και οι δυο στις πρεσβείες μας στη Βόννη.
Προσπαθώντας να δώσω μια εξήγηση σ’ αυτό το ασυνήθιστο όνειρο, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι πριν λίγες μέρες είχα παρακολουθήσει από περιέργεια ένα τουρκικό σίριαλ, από τα φτηνά που αγοράζουν τούτη την περίοδο της οικονομικής κρίσης οι καναλάρχες μας, για να μας κάνουν να ξεχνάμε τα βάσανά μας. Αμέσως μετά όμως -τη στιγμή που ο Καμίνης άρχισε να μετρά αντίστροφα τα δευτερόλεπτα που μας χώριζαν από την έλευση του 2012- θυμήθηκα και κάτι άλλο, που είχε σχέση μ’ αυτά που ονειρεύτηκα:
Το μεσημέρι -πριν από δώδεκα περίπου ώρες- είχα πάει στο ΑΤΜ της Εθνικής, για να κάνω ανάληψη ενός μέρους της επικουρικής σύνταξής μου που περίμενα από το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων. Πώς και τι την περίμενα αυτήν τη σύνταξη, για να κάνω τα ψώνια της εβδομάδας που μας έρχεται και να πληρώσω την επίσκεψη στο γιατρό μου, για να μου γράψει έγκαιρα τα φάρμακά μου για τον Ιανουάριο, που από τη Δευτέρα όλοι οι «ασφαλισμένοι» (!!!) του δημοσίου θα τα πληρώνουμε κι αυτά στα φαρμακεία, όπως ήδη πληρώνουμε τις ιατρικές επισκέψεις. Ευτυχώς, σκεφτόμουνα, η απόφαση για την περαιτέρω περικοπή των επικουρικών συντάξεων, όπως ανακοινώθηκε, είχε αναβληθεί, για να επανεξεταστεί από το υπουργικό συμβούλιο στις αρχές του νέου χρόνου. Όμως αυτό το προσωρινά παρήγορο «ευτυχώς» το διαδέχτηκε μια οδυνηρή έκπληξη. Σαν να μην έφταναν όλες οι άλλες περικοπές που ανατρέπουν διαρκώς τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς μας, χωρίς να συντελούν ως τώρα στην προσδοκώμενη αύξηση των κρατικών εσόδων, το τριμηνιαίο μέρισμα που μου είχε εμβάσει το ΜΤΠΥ είχε μειωθεί κατά 40% -από 1111,39 σε μόλις 641, 31 ευρώ. Να γιατί, συμπέρανα, ο Ορχάν, μου μίλησε στο όνειρό μου για τη δραστική μείωση της δεύτερης επικουρικής σύνταξής του: Ο λόγος ήταν ότι η κατά 40% μείωση της δικής μου επικουρικής σύνταξης δε με βασάνιζε μόνον στις ώρες πριν αποκοιμηθώ αλλά και στον ύπνο μου. Για τον ίδιο λόγο ο Τούρκος φίλος μου, αμέσως μετά, μου ανέφερε τις περικοπές στα τηλεφωνικά τέλη και τις δαπάνες του για την κεντρική θέρμανση. Γιατί αυτές περικοπές ήταν ακριβώς εκείνες που εγώ ο ίδιος είχα αποφασίσει, θεωρώντας τες αναγκαίες, την ώρα που περίμενα στο ιατρείο τη σειρά μου, για να μου γράψει ο γιατρός τα φάρμακα.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά τη στιγμή που η ΝΕΤ άρχισε να μεταδίδει την εικόνα των πυροτεχνημάτων με τα οποία ο Δήμος Αθηναίων υποδεχόταν το νέο χρόνο, πριν καν προλάβουμε να ανταλλάξουμε με τη γυναίκα μου τις καθιερωμένες ευχές, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Λένα , η κόρη μας, που μένει με τον άντρα της και τα δυο ανήλικα παιδιά τους στην Αθήνα. Εκείνη είναι από πρόπερσι άνεργη -μια μονάδα στις τόσες χιλιάδες των ανέργων του ιδιωτικού τομέα, που δημιούργησε η οικονομική κρίση- ενώ ο Γιώργος, ο άντρας της που είναι δημόσιος υπάλληλος, θα βρεθεί από αύριο σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας και θ’ αρχίσει κι εκείνος να ψάχνει για δουλειά.
Η γυναίκα μου μίλησε για λίγο με τη Λένα κι αμέσως μετά μου έδωσε το ακουστικό, για να μιλήσω κι εγώ. Από την έκφραση του προσώπου της κατάλαβα πως αυτά που της είχε πει η Λένα την είχαν αναστατώσει. Και τα ελάχιστα που μπόρεσε να μου πει η κόρη μας, αναστατώθηκα και ο ίδιος, γιατί κατάλαβα πως σε μια ώρα που έπρεπε να γιορτάζει, εκείνη έκλαιγε.
-Χρόνια πολλά, μπαμπά. Εύχομαι να είστε και οι δυο καλά και τη νέα χρονιά, γιατί εμείς… πρόσθεσε, χωρίς να ολοκληρώσει τη φράση της.
-Εσείς τι; τη ρώτησα ανήσυχος.
-Εμείς, ο Γιώργος δηλαδή, θ’ αρχίσει από τη Δευτέρα να ψάχνει κι εκείνος για δουλειά. Είναι το πρώτο δώρο της νέας χρονιάς, πρόσθεσε μ’ ένα λυγμό.
-Μην κάνεις έτσι, τη μάλωσε τρυφερά. Περνάμε οικονομική κρίση, αλλά, μέρα που είναι, πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας αντιμετώπισαν προπολεμικά ακόμα χειρότερες κρίσεις, αλλά τις ξεπέρασαν. Το ίδιο έκαναν πρόσφατα κι άλλοι λαοί, που είχαν τα ίδια προβλήματα μ’ εμάς. Μπόρα είναι. Γρήγορα ή λίγο αργότερα θα περάσει… επανέλαβα την παρηγορητική φράση του ονείρου μου.
-Το πιστεύεις; με ρώτησε, σαν να ήθελε να της μεταβιβάσω την υποτιθέμενη αισιοδοξία μου.
Η ερώτησή της με αιφνιδίασε. Σχεδόν αμέσως όμως αποφάσισα πως έπρεπε να της δώσω την απάντηση που λαχταρούσε η καρδιά της.
-Δεν το πιστεύω απλά. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό! της είπα…
Με την ελπίδα ότι τα χειρότερα ανήκουν στο παρελθόν, εύχομαι στους αναγνώστες αυτού του κειμένου ό,τι καλύτερο με τη νέα χρονιά.
Θάνος Μπλούνας
(1η Ιανουαρίου 2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.