Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Ο Ν. Μπατσικανής, ο παράδεισος, η κόλαση και η οικονομική κρίση

 Γράφει ο Θάνος Μπλούνας
Το όνομα Νίκος Μπατσικανής το πρωτοδιάβασα στο εξώφυλλο μιας ποιητικής συλλογής, που έπεσε κάποτε στα χέρια μου. Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε και ως τον προηγούμενο μήνα δε θυμόμουν τον τίτλο της. Θυμόμουν  όμως ότι αρκετά από τα ποιήματα εκείνης της συλλογής, όπως και το βιογραφικό του, με είχαν εντυπωσιάσει. Από εκείνο το βιογραφικό πληροφορήθηκα ότι ο ποιητής είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη γειτονική μας Πελασγία, ότι είχε σταδιοδρομήσει στην πολεμική αεροπορία μας κι ότι είχε ήδη τιμηθεί για το έργο του με αρκετά αξιόλογα βραβεία. Αλήθεια, σκέφτηκα, πόσοι αξιωματικοί ε.α. πανελλαδικά και πόσοι -ανεξαρτήτως επαγγέλματος- πνευματικοί άνθρωποι από την Ανατολική Φθιώτιδα διαθέτουν ποιητικό έργο και μάλιστα τόσο αξιόλογο;
Τη χρονιά που μας πέρασε πληροφορήθηκα από το πάντα ενημερωμένο ιστολόγιο της γενέτειράς του για μια ακόμα τιμητική αναγνώριση της πλούσιας προσφοράς του στα γράμματα. Και πριν από μερικές εβδομάδες τον γνώρισα κι από κοντά σε μια εκδήλωση στη Λαμία, κατά την οποία παρουσίασε το έργο της ομοτέχνου του Παναγιώτας Χριστοπούλου-Ζαλώνη. Στην πρώτη αυτή
συνάντησή μας μου έκανε την τιμή να μου προσφέρει και μια ποιητική του συλλογή, που τιτλοφορείται «Στο φως». Ήταν  συμπτωματικά, όπως διαπίστωσα αργότερα, η ίδια εκείνη συλλογή, που πριν από χρόνια, με είχε εντυπωσιάσει.
Ανταποδίδοντας την ευγενική προσφορά του, του έστειλα πριν από τα Χριστούγεννα το τελευταίο μου μυθιστόρημα, που τιτλοφορείται «…ΚΙ ΑΛΛΟΥ Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΠΑΕΙ…». Κι εκείνος με τη σειρά του, αφού το διάβασε, μου έστειλε παραμονές των Φώτων δυο ευπρόσδεκτα δώρα: Τα γραπτά επαινετικά του σχόλια γι’ αυτό μου το πόνημα (που προτίθεται, όπως μου ’γραψε, να τα δημοσιεύσει κάπου) και μια συλλογή τεσσάρων διηγημάτων του, που κυκλοφόρησαν το 2009 από τις «εκδόσεις Γαβριηλίδης» με τον τίτλο «ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ».
Η πρώτη ευχάριστη έκπληξη που ένιωσα ανοίγοντας το βιβλίο αυτό ήταν η πρωτότυπη χειρόγραφη αφιέρωση-συνδετικός κρίκος των δύο βιβλίων μας- στην οποία χαρακτήριζε τη συλλογή του  «μικρό αντίδωρο στο  “…ΚΙ ΑΛΛΟΥ Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΠΑΕΙ…” Άλλοτε στην Κόλαση κι άλλοτε στον Παράδεισο»,  συμπλήρωνε εύστοχα.   
Δε θα αναφερθώ λεπτομερώς σ’ αυτό το βιβλίο του συμπατριώτη μας. Άλλοι, που το διάβασαν πριν από μένα, θα έχουν ασφαλώς επισημάνει τη σωστή χρήση της δημοτικής από το συγγραφέα του, το μικροπερίοδο λόγο του, τη  ζωντάνια των ηρώων του και των διαλόγων τους και την ικανότητά του να διεγείρει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του από την πρώτη σελίδα και να το κρατά αμείωτο ως την τελευταία. Θα υπογραμμίσω μόνον ότι διαβάζοντάς το δεν το βρήκα μόνον εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά, παραδόξως, επίκαιρο και χρήσιμο να διαβαστεί τούτη τη δύσκολη περίοδο της οικονομικής κρίσης που περνά ο τόπος μας.
Αυτήν ακριβώς την κρίση αναλογίστηκα ευθύς εξαρχής, μόλις διάβασα τις λέξεις  «κόλαση» και «παράδεισος» στη χειρόγραφη αφιέρωση, που προανέφερα: την κρίση που μας οδήγησε ως λαό από τον καταναλωτικό παράδεισο της αλόγιστης σπατάλης στην κόλαση των στερήσεων που μας επιβάλλει το μνημόνιο.
Όταν τελείωσα την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου (που γράφτηκε, θυμίζω, σε χρόνο προγενέστερο της κρίσης), η σκέψη μου επανήλθε σ’ αυτήν την πρώτη και παράδοξη σύνδεσή του με την οικονομική επικαιρότητα . Το γιατί, ελπίζω να γίνει κατανοητό από μια σύντομη αλλά ενδεικτική αναφορά στα τρία από τα τέσσερα διηγήματα που περιέχει.  
Στο τελευταίο από τα διηγήματα αυτά, που επιγράφεται «Ανθρώπινα πάθη», η ανακάλυψη της εξωσυζυγικής σχέσης του πατέρα μιας ευτυχισμένης οικογένειας από τη γυναίκα του, δυναμιτίζει την οικογενειακή γαλήνη και οδηγεί τον έφηβο γιο τους στα ναρκωτικά και από κει στο ψυχιατρείο. «Ο παράδεισός τους έγινε κόλαση για ένα πήδημα», επισημαίνει ο συγγραφέας. Η φράση του μου έφερε στο  νου την επίγεια κόλαση στην οποία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ένα γνωστό μου, σχετικά εύπορο ζευγάρι, από τη στιγμή που ο γιος τους -φοιτητής στο εξωτερικό- επέστρεψε στην Ελλάδα τοξικομανής, για να βρεθεί, μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας, τρόφιμος ψυχιατρικού ιδρύματος. Να λοιπόν, σκέφτηκα, που υπάρχουν και χειρότερες καταστάσεις από αυτήν στην οποία μας οδήγησε η οικονομική κρίση. Ασφαλώς, οι γονείς του πρώην φοιτητή, αν είχαν τη δυνατότητα επιλογής, ανάμεσα στη σκληρή δοκιμασία τους, στον αβάσταχτο καημό για το μοναχογιό τους,  που τους έστειλε πρόωρα στον τάφο, και στην οικονομική εξαθλίωσή τους, θα προτιμούσαν ασυζητητί να έχουν χάσουν τα πάντα και να ζήσουν επαιτώντας...
Στο δεύτερο διήγημα της συλλογής, πρωταγωνιστεί μια ηλικιωμένη άτεκνη γυναίκα και ο νεαρός νοικάρης του διπλανού διαμερίσματος (πιθανώς ο ίδιος ο συγγραφέας). «Έζησαν μαζί δώδεκα ολόκληρα χρόνια», διαβάζουμε. Εκείνος πήρε τη θέση του γιου, που η ηλικιωμένη δεν είχε αξιωθεί να αποχτήσει κι εκείνη «του στάθηκε σαν μάνα» στα δύσκολα, μιας και η δική του μάνα ήταν μακριά. Χάρη στην τρυφερή αυτή σχέση έζησαν και οι δυο δώδεκα χρόνια «Στον παράδεισο», όπως υπαινίσσεται ο τίτλος του διηγήματος. …
Ένα εξίσου αισιόδοξο μήνυμα, ειδικά για τα δύσκολα της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε, εμπεριέχει και το πρώτο -και καλύτερο κατά τη γνώμη μου-  διήγημα της συλλογής, που επιγράφεται «Περιοδεύων θίασος». Το θίασο απαρτίζουν δυο μόλις πρόσωπα, ένα ώριμο ζευγάρι ανέστιων φουκαράδων, των οποίων η περιγραφή φέρνει στο νου δυο κινηματογραφικά ναυάγια της ζωής, που υποδύονται ο Νότης Περγιάλης και η Ηρώ Κυριακάκη στην κλασική ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κόκκινα φανάρια». Ο Σπύρος, ο ένας από τους δυο  ήρωες του διηγήματος, μην έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι, περιφέρεται αγκομαχώντας στην Αθήνα, φορτωμένος με δυο μπόγους και σέρνοντας ένα καρότσι της λαϊκής «τίγκα ως επάνω» με παλιατζούρα -μαζεμένη από τα σκουπίδια- που προορίζεται για πώληση  στο Μοναστηράκι. Την εικόνα συμπληρώνει δίπλα του η Φρίντα, η «βαμμένη της κακιάς ώρας» θλιβερή σύντροφός του. Βλέποντάς τους θα στοιχημάτιζες ότι οι δυο τους βλαστημούν τη μοίρα τους, που τους επιφύλαξε τόση φτώχεια, αλλά θα έχανες! Θα έχανες, γιατί, ναι μεν δεν έχουν τίποτα άλλο πέρα από την κινητή πραμάτεια τους, αλλά έχουν μια τρυφερή σχέση, έχουν ο ένας τον άλλον, που βάζει πλάτη στα δύσκολα και δίνει κουράγιο κι ελπίδα για το αύριο: «Τι; κλαις πάλι; Εμένα τι μ’ έχεις; Θα δεις!  Αύριο θα βρούμε εμπόρευμα και θα κατηφορίσουμε να το μοσχοπουλήσουμε την Κυριακή στο Μοναστηράκι», παρηγορεί ο Σπύρος την καλή του.  «Μπέηδες θα ’μαστε»! της λέει.  «Θαρσείν χρη, ταχ αύριον έσετ’ άμεινον», θα της έλεγε, αν ζούσαν στην αρχαία  Ελλάδα.
Να γιατί θεώρησα τα διηγήματα του Μπατσικανή επίκαιρα και χρήσιμο να διαβαστούν. Γιατί, αν και γράφτηκαν πριν μας χτυπήσει την πόρτα η πτώχευση, μας θυμίζουν ότι υπάρχουν βάσανα πολύ χειρότερα από τις μειώσεις των μισθών και των συντάξεων κι από την ανεργία. Και γιατί μας δείχνουν πώς να παλέψουμε τις στερήσεις και τις δυσκολίες: με την παρήγορη σκέψη ότι υπάρχουν χειρότερα, άλλου είδους,  δεινά που δε μας έχουν αγγίξει, με υπομονή και αλληλεγγύη, βάζοντας πλάτη και ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλον με το προγονικό «θαρσείν χρή».
Και μόνο για το ότι ο Μπατσικανής με τα διηγήματά του, πέρα από την αισθητική απόλαυση που μου πρόσφερε, μου υπενθύμισε κι αυτό το πολύτιμο -για τη δύσκολη περίοδο που βιώνουμε- μήνυμα και μου έδωσε και την αφορμή να το θυμίσω και στους αναγνώστες αυτού του κειμένου, του οφείλω θερμές ευχαριστίες.
Ναι. Πρέπει να έχουμε θάρρος, να προσβλέπουμε σ’ ένα καλύτερο αύριο.
Η οικονομική κρίση μπόρα είναι, γρήγορα ή έστω αργά θα περάσει, όπως έγραφα την προηγούμενη Κυριακή στο «Πρωτοχρονιάτικο» κείμενό μου, που φιλοξενήθηκε από τούτο και μερικά ακόμα ιστολόγια. Κι αν ο χαρακτηρισμός «μπόρα» θεωρηθεί υπερβολικά αισιόδοξος και ανεδαφικός (όπως τον θεώρησε ο φίλος με το ψευδώνυμο «παλιός στρατιώτης», που μπήκε στον κόπο να σχολιάσει εκείνο το κείμενό μου) θα απαντήσω παραφράζοντας μια ρήση του μακαρίτη  Ουίνστον Τσόρτσιλ, την οποία διάβασα κάπου συμπτωματικά αυτές τις μέρες. Τα όσα είχε πει ο  «πατέρας της νίκης», απαντώντας προφανώς σε κάποια ερώτηση για την έκβαση του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, καλύπτουν πλήρως αυτά που θα ήθελα να γράψω ως απάντηση για την έκβαση του άγριου οικονομικού πολέμου στον οποίο έχει εμπλακεί η χώρα μας : «Ας είμαστε  αισιόδοξοι. Δε φαίνεται να έχει καμιά χρησιμότητα να είμαστε οτιδήποτε άλλο»….

1 σχόλιο:

  1. Αγαπητέ κύριε Μπλούνα,
    ευχαριστώ πολύ για τα όσα γράψατε για το βιβλίο μου "ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ", τα οποία και δημοσιεύει σήμερα η "σελίδα" του κυρίου Αξελή... αν και δε μ' αρέσει να προβάλλομαι στον τόπο μου, πέραν των στεγνών ειδήσεων της πορείας μου, επειδή δε θεωρώ τον εαυτό μου κάτι ιδιαίτερο από τους συντοπίτες μου, αλλά ίσο κι έναν απ' αυτούς. Για ένα πράγμα νιώθω ικανοποίηση, μόνο, πως μέσα από τα έργα μου ακούγεται ο τόπος μας, μέσω του βιογραφικού μου και των εκδηλώσεων στις οποίες συμμετέχω.
    Τα διηγήματα είναι γραμμένα πριν το 2005, οπότε και πρωτοκυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις "Φιλιππότης". Τελευταίο είχα γράψει αυτό που είναι πρώτο στο βιβλίο, το οποίο και σας άρεσε περισσότερο. Στο τρίτο διήγημα, ως μικρή κωμόπολη, στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, είχα στο νου μου τη Στυλίδα.
    Με εκτίμηση, Νίκος Μπατσικανής

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.

Η Πελασγία από ψηλά