Η ανακοίνωση της διεξαγωγής του συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ για τον
ερχόμενο Φεβρουάριο έγινε στις 18 Οκτωβρίου 2012, μια ημέρα που
συμπληρώνονταν 31 χρόνια από την άνοδο του κόμματος αυτού στην εξουσία.
Τριάντα ένα χρόνια, τα 21 από τα οποία το κόμμα αυτό βρισκόταν στην
κυβέρνηση.
Θεωρώ πως μπορούμε να μιλούμε για τρεις περιόδους στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ.
1. Τα χρόνια 1974-1989 σηματοδοτούν την περίοδο της
υπερπολιτικοποίησης. Το διάστημα εκείνο υφάνθηκε το νήμα μιας αντίληψης
που έλεγε πως όλα τα προβλήματα είναι πολιτικά και γι' αυτόν τον λόγο
επιλύονται μόνο με πολιτικό τρόπο. Εχουμε εδώ την κυριαρχία μιας
αντίληψης, η οποία, αν και αυτοαποκαλείται μαρξιστική, περιφρονεί τον
κυρίαρχο ρόλο που υπέχει στις κοινωνίες η παραγωγική τους βάση. Αφού
όμως τα προβλήματα είναι πολιτικά, μπορούν να λυθούν μόνο με τη βοήθεια
του κράτους-κόμματος, το οποίο θεωρείται το αποκλειστικό όργανο της
πολιτικής. Εχει όμως εδώ σημασία το γεγονός ότι, έστω και με λανθασμένο
τρόπο, εκείνη την περίοδο τέθηκαν δύο καίριας σημασίας ζητήματα: η
μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και η ένταξη των κατώτερων στρωμάτων
στους θεσμούς του κράτους.
2. Το χρονικό διάστημα 1993-2004, την περίοδο της ανόδου και της
πολιτικής επικράτησης του εκσυγχρονιστικού ρεύματος και της μετριοπαθούς
πολιτικοποίησης, η πολιτική του κράτους συνεχίζει να εκλαμβάνεται ως το
μέσο για τη δημιουργία απαραίτητων στην κοινωνία μεταρρυθμίσεων και τη
δημιουργία ενός συστήματος πρόνοιας. Η παραγωγική κοινωνία
αναβαθμίζεται, αλλά εξακολουθεί να κατέχει δευτερεύουσα θέση. Ο
επιχειρούμενος εκσυγχρονισμός σκοντάφτει στο ίδιο πρόβλημα που ταλανίζει
το ΠΑΣΟΚ από την ίδρυσή του, στο ότι το όχημα για τις πολιτικές του
παραμένει το κράτος, αν και η ιδεολογία του δεν είναι πλέον ο λαϊκισμός,
αλλά ο ευρωπαϊσμός και ο πραγματισμός.
3. Η τρίτη περίοδος, το διάστημα 2004-2011, σηματοδοτεί τη φάση
της αποπολιτικοποίησης του κόμματος. Ο λαϊκισμός επανέρχεται δριμύτερος,
αλλά στο ΠΑΣΟΚ προστίθενται ορισμένα στοιχεία μιας μετανεωτερικής
αντίληψης για την πολιτική. Ετσι πλέον η πολιτική γίνεται ο χώρος στον
οποίο διαφωνούμε, που μπορούμε και να συμφωνήσουμε στη συνέχεια με τη
διαβούλευση - αλλά επ' ουδενί η πολιτική δεν γίνεται ο χώρος όπου, έστω
σχετικώς, «αίρονται» οι ταξικές ανισότητες. Η διαφωνία «ξεπερνιέται» με
τη συζήτηση, οι ταξικές ανισότητες όμως «λύνονται» με την ενίσχυση της
παραγωγικής κοινωνίας. Αυτή η τρίτη περίοδος οδήγησε το κόμμα «ξυπόλητο»
στα πολιτικά αγκάθια της δημοσιο-οικονομικής κρίσης.
Η αναγγελία του συνεδρίου ακριβώς στις 18 Οκτωβρίου δίνει, σε συμβολικό επίπεδο, την αίσθηση της επιστροφής στις ρίζες της 3ης του
Σεπτέμβρη. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να είναι υπερήφανο για την ιστορία του, αλλά
ταυτόχρονα οφείλει να αναζητεί σε αυτήν και σε ορισμένες από τις ιδέες
του τις ρίζες των λαθών του. Τα λάθη του δεν έγιναν μόνο επειδή κάποιοι
αποδείχτηκαν ανίκανοι να αλλάξουν, αλλά επειδή τους εμπόδισαν να
αλλάξουν οι πρωτογενείς ιδέες τους.
Αυτό που πρέπει πλέον να κάνει το ΠΑΣΟΚ, αν δεν θέλει να
διοργανώσει ένα συνέδριο σούπα, είναι να το χρησιμοποιήσει ως το μέσο
για τη θεωρητική, οργανωτική και πολιτική προετοιμασία του προς την
αυτοδιάλυση και την επανίδρυσή του με άλλο όνομα, άλλες ιδέες, άλλα
σύμβολα - και με παλιούς αλλά και με νέους ανθρώπους.
Αν λοιπόν ο πρόεδρος του κόμματος, Ευάγγελος Βενιζέλος, ψάχνει μια
φυγή προς τα εμπρός, τότε πρέπει να κάνει φανερό πως την επόμενη ημέρα
του συνεδρίου θα απευθύνει προς όλες τις κεντροαριστερές και
σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις της χώρας προσκλητήριο για τη συγκρότηση από
μηδενική βάση του νέου ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο κ.
Βενιζέλος οφείλει, για το καλό πρώτα απ' όλα της παράταξης και του ιδίου
στη συνέχεια, να περιθωριοποιήσει τους αυλοκόλακες των μηχανισμών, που
τον σπρώχνουν πίσω στις 18 Οκτωβρίου 1981, και να κάνει ό,τι συμβουλεύει
ο Μακιαβέλι τον κάθε ηγεμόνα: να υποχρεώσει τους συνετούς να του λένε
μόνο την αλήθεια. Πρέπει να κάνει κάτι ριζοσπαστικό και ας μην του βγει,
από το να συνεχίσει να κάνει κάτι που δεν βγαίνει.
Θα αναρωτηθείτε: και γιατί να επιβιώσει αυτός ο χώρος και να μη
δημιουργηθεί κάτι εντελώς καινούργιο; Επειδή, παρά τον λαϊκισμό που κατά
καιρούς υπέθαλψε, ήταν ο πρώτος χώρος που στη χώρα μας κατάφερε να
αποκτήσει κοινωνική απήχηση - την οποία ποτέ δεν κατέκτησε η ανανεωτική
Αριστερά -, θέτοντας, έστω και με στρεβλό τρόπο, τα δύο μείζονα αιτήματα
της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας: την πάλη κατά των ανισοτήτων και τη
διαμόρφωση έστω και ενός υποτυπώδους κράτους πρόνοιας.
Γιώργος Σιακαντάρης - διδάκτορας Κοινωνιολογίας, επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ
Δεν χρειάζονται μεγάλες αναλυσεις. Η χώρα βρίσκεται στα όρια της καταστροφής, και ο άνθρωπος που φέρνει μεγάλη ευθύνη για τη διάλυση της χώρας και του κόματος, έφυγε να δεί τη κόρη του στις Η.Π.Α.
ΑπάντησηΔιαγραφή