Με βλοσυρότητα αντάξια ενός Νίκου Ξανθόπουλου στις παλιές ελληνικές
ταινίες και με μελοδραματισμό εφάμιλλο μιας Μάρθας Βούρτση, κάποιοι
επίδοξοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης αστράφτουν και βροντάνε
καθημερινώς κατακεραυνώνοντας το «σύστημα», την «εξουσία», κυρίως δε
τους «υπηρέτες» τους.
Σαν «υπηρέτες» της «εξουσίας», ως «λακέδες» του «συστήματος» ορίζονται όσοι δεν έσπευσαν να ενταχθούν ψυχή τε και σώματι στον Αντιμνημονιακό Αγώνα, στο κίνημα του «Δεν Πληρώνω» ή ακόμα και στο κίνημα του «Ψόφα!», παρά διατήρησαν τις επιφυλάξεις και τις ενστάσεις τους προς πάσα κατεύθυνση. Όσοι όταν διαπιστώθηκε η χρεοκοπία του
ελληνικού κράτους δεν έθρεψαν τη δονκιχωτική ονείρωξη να γυρίσει ο χρόνος πίσω -στις ημέρες των παχιών αγελάδων- ούτε κάλεσαν τους Έλληνες να ποντάρουν σε φανταστικούς σωτήρες, στο ξανθό γένος, στους Κινέζους ή στους εξωγήινους. Όσοι δεν πήραν στα σοβαρά τον λεονταρισμό ότι μπορούμε να καταργήσουμε τα μνημόνια με έναν νόμο του ενός άρθρου αλλά ζήτησαν τα βάρη της οδυνηρότατης μνημονιακής πραγματικότητας να κατανεμηθούν κοινωνικά πιο δίκαια και εθνικά πιο δημιουργικά. Όσοι κουβέντιασαν και την ηρωική ακόμα έξοδο σαν ύστατη λύση, και τον τσαμπουκά ακόμα σαν αποδοτικότερη στάση, ώσπου το πάθημα της Κύπρου τον Μάρτιο του 2013 απέδειξε περίτρανα ότι οι τσαμπουκάδες με άσφαιρα πυρά σε φτάνουν στο χείλος της πανωλεθρίας και σε οδηγούν μοιραία σε πανικόβλητες αναδιπλώσεις. Αυτοί παρουσιάζονται σαν «υπηρέτες» της «εξουσίας».
Ποια είναι όμως η «εξουσία» και ποιο το «σύστημα»; Σύμφωνα με τους Νίκους Ξανθόπουλους και με τις Μάρθες Βούρτση των ΜΜΕ και των social media, η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν και παραμένει διαιρεμένη σε αφεντικά και σε δούλους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, καταπιεστές και καταπιεζόμενους, δοσίλογους και πατριώτες. Από τη μία, το «σύστημα» και η «εξουσία» -που κατασπαράζει ό,τι βρίσκει μπροστά της- και από την άλλη ο αγέρωχος, αδάμαστος λαός!
Η παραπάνω εικόνα θα ενθουσίαζε πιθανόν κάποιον λαϊκό καλλιτέχνη, (θα τον ενέπνεε να ζωγραφίσει στα δεξιά το σεράι του Πασά και στα αριστερά την καλύβα του Καραγκιόζη), θα έκανε όμως κάθε σοβαρό ιστορικό, κοινωνιολόγο, οικονομολόγο να ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια. Ο ίδιος ο Κάρολος Μαρξ θα ξεκαρδιζόταν και στη συνέχεια θα εξοργιζόταν με όλους αυτούς τους Έλληνες αλμπάνηδες που τον λιβανίζουν στο εικονοστάσι τους.
Διότι ακόμα και αν θεωρεί κανείς τον καπιταλισμό αιτία όλων των δεινών της ανθρωπότητας, η στοιχειώδης διανοητική εντιμότητα τού απαγορεύει να αντιμετωπίζει την πατρίδα μας σαν τυπική καπιταλιστική χώρα.
Στη Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν αναπτύχθηκαν -φευ!- μεγάλες παραγωγικές μονάδες που να εκμεταλλεύονται την εργατική δύναμη και τον φυσικό πλούτο. Πλην μετρημένων εξαιρέσεων, η βιομηχανία σταδιακά παρήκμασε και η μεταποίηση μπήκε σε βαθύ χειμώνα εξαιτίας της αλματώδους ανόδου των εισαγωγών. Τα υφαντουργεία, τα μηχανουργεία, τα ναυπηγεία -ό,τι συγκροτούσε τον παραγωγικό ιστό της χώρας- έκλεισαν ή μεταφέρθηκαν εκτός συνόρων. Νέες τεχνολογίες πολύ σπάνια βρήκαν εύφορο έδαφος, η καινοτομία γενικά κάθε άλλο παρά ενθαρρύνθηκε. Ακόμα και η «βαριά βιομηχανία» μας, ο τουρισμός, δεν κατάφερε ουσιαστικά να ξεφύγει από τη λογική των μικρομεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων, που εξαρτώνταν από δάνεια και λειτουργούσαν με προγραμματισμό διετίας το πολύ.
Το μόνο που ήκμασε στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ήταν το κράτος. Το κράτος έκανε παιχνίδι, μοίραζε τα χαρτιά. Το κράτος προκήρυσσε τα μεγάλα έργα και τα ανέθετε στους εκλεκτούς του κατόπιν διαγωνισμών, οι οποίοι στήνονταν ή νοθεύονταν με χίλιους τρόπους. Το κράτος στήριζε τα ΜΜΕ δια της διαφήμισης. Το κράτος προστάτευε κάθε κλειστό επάγγελμα και κάθε συντεχνία. Το κράτος -διαχειριζόμενο πακτωλούς φόρων και ευρωπαϊκών επιδοτήσεων- τακτοποιούσε, διόριζε, εξαγόραζε…
Ποιοι αποτελούσαν το ελληνικό κράτος; Οι εκλεγμένοι, πρώτα από όλα, άρχοντές του. Από τον βουλευτή -ο οποίος έφερνε ή ψήφιζε στα τυφλά και την πιο φωτογραφική τροπολογία- μέχρι και το δημοτικό συμβούλιο της κωμόπολης, που ανέθετε την κατασκευή της παιδικής χαράς στον τοπικό εργολάβο. Οι γραφειοκράτες έπειτα. Οι ανώτεροι αλλά και οι μέσοι υπάλληλοι στην πολεοδομία και στην εφορία, οι διεφθαρμένοι μα και οι νομοταγείς -δυστυχώς- μοχλοί ενός μηχανισμού που είχε κατασκευαστεί για να δουλεύει στο ρελαντί παρεκτός εάν λαδωνόταν. Οι συνδικαλιστές οι οποίοι εκπροσωπούσαν τους εργαζόμενους, είχαν εξελιχθεί όμως από πολύ νωρίς σε μιαν ανεξάρτητη κάστα με δικά της συμφέροντα και προτεραιότητες.
Ποιοι ωφελούνταν από το ελληνικό μεταπολιτευτικό κράτος; Η πλειονότητα όσων σχετίζονταν μαζί του. Οι πολιτικοί που έχτιζαν καριέρες εξυπηρετώντας τούς ισχυρούς τους φίλους αλλά και τους ψηφοφόρους τους. Οι δημοσιογράφοι εκείνοι που εξωράιζαν την εικόνα, που ξεσκόνιζαν τη βιτρίνα, που αποκάλυπταν -στοχευμένα- ένα σκάνδαλο ενώ συγκάλυπταν δέκα. Οι πολίτες, τέλος, οι οποίοι αντήλλασσαν τις ψήφους τους με παντοειδή ρουσφέτια.
Μαύρο το όφελος για τους πολίτες! Αντί να παλέψουν για καλύτερη υγεία, βολεύονταν με ένα ράντζο σε νοσοκομείο με «σημείωμα υπουργού». Αντί να διεκδικήσουν υψηλότερης ποιότητας δημόσια παιδεία, αρκούνταν σε μισθολογικές αυξήσεις που τις έδιναν στα φροντιστήρια. Αντί να απαιτήσουν την ανταποδοτικότητα των φόρων, απολάμβαναν να ψιλοκλέβουν -ή να χοντροκλέβουν- την εφορία…
Η Μεταπολίτευση που ξεκίνησε το 1974 αποτέλεσε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και καταναλωτικής ευημερίας στην Ιστορία του ελληνικού κράτους. Υπήρξε όμως και η εποχή όπου οι πατροπαράδοτες μας παθογένειες (τις απαριθμεί και ο Θουκυδίδης, τις καυτηριάζει και ο Παπαδιαμάντης στους «Χαλασοχώρηδες») παροξύνθηκαν στον μέγιστο βαθμό. Η φράση «όλοι μαζί τα φάγαμε» συσκοτίζει την πραγματικότητα εφόσον άλλοι βαρυστομάχιασαν κι άλλοι αρκέστηκαν σε ψίχουλα. Το γεγονός ωστόσο είναι ότι όλοι βράσαμε στο ίδιο καζάνι. Η διαφθορά εκλαϊκεύτηκε, κατήντησε κυρίαρχη αντίληψη. Διαπότισε τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά μας ήθη, εξαπλώθηκε παντού –στον αθλητισμό, στις πολιτιστικές επιδοτήσεις-, συνέτεινε στη χρεοκοπία του 2009 αποφασιστικότερα από κάθε παγκόσμια κρίση.
Σήμερα, τέσσερα χρόνια αργότερα, κάποιοι επιμένουν να διακινούν φαιδρές θεωρίες συνομωσίας και να καλλιεργούν απλοϊκά σενάρια σωτηρίας. Να ισχυρίζονται πως η Ελλάδα θα απαλλαγεί από τα δεινά της αρκεί ο λαός να κάνει γιούργια εναντίον ενός «συστήματος» -το οποίο απαρτίζεται από συγκεκριμένους, δακτυλοδεικτούμενους «κακούς». Αρκεί ο λαός να καταλάβει την «εξουσία».
Περί θεσμικών αλλαγών, λίγα και μασημένα τα λόγια τους, ανάλογα κάθε φορά με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται. Περί μεταρρυθμίσεων, καινούργιου παραγωγικού μοντέλου, νέας εθνικής αφήγησης ούτε κουβέντα. Έως και το αίτημα για τη νομοθέτηση κατώτατου εγγυημένου εισοδήματος το απορρίπτουν επειδή τους μυρίζει -άκουσον, άκουσον- «νεοφιλελεύθερη, διαχειριστική λογική»…
Οι μεταμοντέρνοι αυτοί Νίκοι Ξανθόπουλοι και Μάρθες Βούρτση βολεύονται να αντιμετωπίζουν τη ζοφερή πραγματικότητα σαν μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία. Οι ίδιοι ενσαρκώνουν το άσπιλο λευκό. Η «εξουσία» και το «σύστημα» το ερεβώδες μαύρο. Αποχρώσεις δεν υπάρχουν.
Η μικρονοϊκή τους ανάγνωση θα ήταν ίσως συγγνωστή εάν δεν υπέκρυπτε δόλο. Πίσω από τους μύδρους που ακατάπαυστα εξαπολύουν, διακρίνεται η λαχτάρα τους να καταλάβουν εκείνοι την «εξουσία». Να ηγηθούν εκείνοι του νέου «συστήματος». «Σήκω εσύ, να κάτσω εγώ!»: Σε τέσσερις μόλις λέξεις συνοψίζεται το πολιτικό τους πρόγραμμα και το κοινωνικό τους όραμα.
Το πιο εξωφρενικό δε είναι ότι επιμένουν να μην αντιλαμβάνονται ότι κανείς δεν έχει πιά να κάτσει πουθενά. Όλοι οι θρόνοι και όλες οι καρέκλες έχουν προ πολλού καταρρεύσει. Ή έχουν -ακόμα χειρότερα- βγάλει καρφιά…
Σύμφωνα με την εκδοχή του Ευριπίδη στην ομώνυμη τραγωδία του, η Ελένη δεν είχε πάει ποτέ στην Τροία. Η αιματοχυσία δέκα χρόνων συνέβη με έπαθλο ένα σύννεφο, ένα πουκάμισο αδειανό κατά τον Γιώργο Σεφέρη. Στην Ελλάδα του 2013, δεν έχουμε περιθώριο για ανάλογες χίμαιρες. Ας αφήσουμε τα άδεια πουκάμισα στους μεταμοντέρνους Νίκους Ξανθόπουλους και Μάρθες Βούρτση. Κι εμείς ας κυνηγήσουμε και ας αφοσιωθούμε στην Ελένη.
Χρ. Χωμενίδης-protagon.gr
Σαν «υπηρέτες» της «εξουσίας», ως «λακέδες» του «συστήματος» ορίζονται όσοι δεν έσπευσαν να ενταχθούν ψυχή τε και σώματι στον Αντιμνημονιακό Αγώνα, στο κίνημα του «Δεν Πληρώνω» ή ακόμα και στο κίνημα του «Ψόφα!», παρά διατήρησαν τις επιφυλάξεις και τις ενστάσεις τους προς πάσα κατεύθυνση. Όσοι όταν διαπιστώθηκε η χρεοκοπία του
ελληνικού κράτους δεν έθρεψαν τη δονκιχωτική ονείρωξη να γυρίσει ο χρόνος πίσω -στις ημέρες των παχιών αγελάδων- ούτε κάλεσαν τους Έλληνες να ποντάρουν σε φανταστικούς σωτήρες, στο ξανθό γένος, στους Κινέζους ή στους εξωγήινους. Όσοι δεν πήραν στα σοβαρά τον λεονταρισμό ότι μπορούμε να καταργήσουμε τα μνημόνια με έναν νόμο του ενός άρθρου αλλά ζήτησαν τα βάρη της οδυνηρότατης μνημονιακής πραγματικότητας να κατανεμηθούν κοινωνικά πιο δίκαια και εθνικά πιο δημιουργικά. Όσοι κουβέντιασαν και την ηρωική ακόμα έξοδο σαν ύστατη λύση, και τον τσαμπουκά ακόμα σαν αποδοτικότερη στάση, ώσπου το πάθημα της Κύπρου τον Μάρτιο του 2013 απέδειξε περίτρανα ότι οι τσαμπουκάδες με άσφαιρα πυρά σε φτάνουν στο χείλος της πανωλεθρίας και σε οδηγούν μοιραία σε πανικόβλητες αναδιπλώσεις. Αυτοί παρουσιάζονται σαν «υπηρέτες» της «εξουσίας».
Ποια είναι όμως η «εξουσία» και ποιο το «σύστημα»; Σύμφωνα με τους Νίκους Ξανθόπουλους και με τις Μάρθες Βούρτση των ΜΜΕ και των social media, η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν και παραμένει διαιρεμένη σε αφεντικά και σε δούλους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, καταπιεστές και καταπιεζόμενους, δοσίλογους και πατριώτες. Από τη μία, το «σύστημα» και η «εξουσία» -που κατασπαράζει ό,τι βρίσκει μπροστά της- και από την άλλη ο αγέρωχος, αδάμαστος λαός!
Η παραπάνω εικόνα θα ενθουσίαζε πιθανόν κάποιον λαϊκό καλλιτέχνη, (θα τον ενέπνεε να ζωγραφίσει στα δεξιά το σεράι του Πασά και στα αριστερά την καλύβα του Καραγκιόζη), θα έκανε όμως κάθε σοβαρό ιστορικό, κοινωνιολόγο, οικονομολόγο να ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια. Ο ίδιος ο Κάρολος Μαρξ θα ξεκαρδιζόταν και στη συνέχεια θα εξοργιζόταν με όλους αυτούς τους Έλληνες αλμπάνηδες που τον λιβανίζουν στο εικονοστάσι τους.
Διότι ακόμα και αν θεωρεί κανείς τον καπιταλισμό αιτία όλων των δεινών της ανθρωπότητας, η στοιχειώδης διανοητική εντιμότητα τού απαγορεύει να αντιμετωπίζει την πατρίδα μας σαν τυπική καπιταλιστική χώρα.
Στη Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν αναπτύχθηκαν -φευ!- μεγάλες παραγωγικές μονάδες που να εκμεταλλεύονται την εργατική δύναμη και τον φυσικό πλούτο. Πλην μετρημένων εξαιρέσεων, η βιομηχανία σταδιακά παρήκμασε και η μεταποίηση μπήκε σε βαθύ χειμώνα εξαιτίας της αλματώδους ανόδου των εισαγωγών. Τα υφαντουργεία, τα μηχανουργεία, τα ναυπηγεία -ό,τι συγκροτούσε τον παραγωγικό ιστό της χώρας- έκλεισαν ή μεταφέρθηκαν εκτός συνόρων. Νέες τεχνολογίες πολύ σπάνια βρήκαν εύφορο έδαφος, η καινοτομία γενικά κάθε άλλο παρά ενθαρρύνθηκε. Ακόμα και η «βαριά βιομηχανία» μας, ο τουρισμός, δεν κατάφερε ουσιαστικά να ξεφύγει από τη λογική των μικρομεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων, που εξαρτώνταν από δάνεια και λειτουργούσαν με προγραμματισμό διετίας το πολύ.
Το μόνο που ήκμασε στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ήταν το κράτος. Το κράτος έκανε παιχνίδι, μοίραζε τα χαρτιά. Το κράτος προκήρυσσε τα μεγάλα έργα και τα ανέθετε στους εκλεκτούς του κατόπιν διαγωνισμών, οι οποίοι στήνονταν ή νοθεύονταν με χίλιους τρόπους. Το κράτος στήριζε τα ΜΜΕ δια της διαφήμισης. Το κράτος προστάτευε κάθε κλειστό επάγγελμα και κάθε συντεχνία. Το κράτος -διαχειριζόμενο πακτωλούς φόρων και ευρωπαϊκών επιδοτήσεων- τακτοποιούσε, διόριζε, εξαγόραζε…
Ποιοι αποτελούσαν το ελληνικό κράτος; Οι εκλεγμένοι, πρώτα από όλα, άρχοντές του. Από τον βουλευτή -ο οποίος έφερνε ή ψήφιζε στα τυφλά και την πιο φωτογραφική τροπολογία- μέχρι και το δημοτικό συμβούλιο της κωμόπολης, που ανέθετε την κατασκευή της παιδικής χαράς στον τοπικό εργολάβο. Οι γραφειοκράτες έπειτα. Οι ανώτεροι αλλά και οι μέσοι υπάλληλοι στην πολεοδομία και στην εφορία, οι διεφθαρμένοι μα και οι νομοταγείς -δυστυχώς- μοχλοί ενός μηχανισμού που είχε κατασκευαστεί για να δουλεύει στο ρελαντί παρεκτός εάν λαδωνόταν. Οι συνδικαλιστές οι οποίοι εκπροσωπούσαν τους εργαζόμενους, είχαν εξελιχθεί όμως από πολύ νωρίς σε μιαν ανεξάρτητη κάστα με δικά της συμφέροντα και προτεραιότητες.
Ποιοι ωφελούνταν από το ελληνικό μεταπολιτευτικό κράτος; Η πλειονότητα όσων σχετίζονταν μαζί του. Οι πολιτικοί που έχτιζαν καριέρες εξυπηρετώντας τούς ισχυρούς τους φίλους αλλά και τους ψηφοφόρους τους. Οι δημοσιογράφοι εκείνοι που εξωράιζαν την εικόνα, που ξεσκόνιζαν τη βιτρίνα, που αποκάλυπταν -στοχευμένα- ένα σκάνδαλο ενώ συγκάλυπταν δέκα. Οι πολίτες, τέλος, οι οποίοι αντήλλασσαν τις ψήφους τους με παντοειδή ρουσφέτια.
Μαύρο το όφελος για τους πολίτες! Αντί να παλέψουν για καλύτερη υγεία, βολεύονταν με ένα ράντζο σε νοσοκομείο με «σημείωμα υπουργού». Αντί να διεκδικήσουν υψηλότερης ποιότητας δημόσια παιδεία, αρκούνταν σε μισθολογικές αυξήσεις που τις έδιναν στα φροντιστήρια. Αντί να απαιτήσουν την ανταποδοτικότητα των φόρων, απολάμβαναν να ψιλοκλέβουν -ή να χοντροκλέβουν- την εφορία…
Η Μεταπολίτευση που ξεκίνησε το 1974 αποτέλεσε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και καταναλωτικής ευημερίας στην Ιστορία του ελληνικού κράτους. Υπήρξε όμως και η εποχή όπου οι πατροπαράδοτες μας παθογένειες (τις απαριθμεί και ο Θουκυδίδης, τις καυτηριάζει και ο Παπαδιαμάντης στους «Χαλασοχώρηδες») παροξύνθηκαν στον μέγιστο βαθμό. Η φράση «όλοι μαζί τα φάγαμε» συσκοτίζει την πραγματικότητα εφόσον άλλοι βαρυστομάχιασαν κι άλλοι αρκέστηκαν σε ψίχουλα. Το γεγονός ωστόσο είναι ότι όλοι βράσαμε στο ίδιο καζάνι. Η διαφθορά εκλαϊκεύτηκε, κατήντησε κυρίαρχη αντίληψη. Διαπότισε τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά μας ήθη, εξαπλώθηκε παντού –στον αθλητισμό, στις πολιτιστικές επιδοτήσεις-, συνέτεινε στη χρεοκοπία του 2009 αποφασιστικότερα από κάθε παγκόσμια κρίση.
Σήμερα, τέσσερα χρόνια αργότερα, κάποιοι επιμένουν να διακινούν φαιδρές θεωρίες συνομωσίας και να καλλιεργούν απλοϊκά σενάρια σωτηρίας. Να ισχυρίζονται πως η Ελλάδα θα απαλλαγεί από τα δεινά της αρκεί ο λαός να κάνει γιούργια εναντίον ενός «συστήματος» -το οποίο απαρτίζεται από συγκεκριμένους, δακτυλοδεικτούμενους «κακούς». Αρκεί ο λαός να καταλάβει την «εξουσία».
Περί θεσμικών αλλαγών, λίγα και μασημένα τα λόγια τους, ανάλογα κάθε φορά με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται. Περί μεταρρυθμίσεων, καινούργιου παραγωγικού μοντέλου, νέας εθνικής αφήγησης ούτε κουβέντα. Έως και το αίτημα για τη νομοθέτηση κατώτατου εγγυημένου εισοδήματος το απορρίπτουν επειδή τους μυρίζει -άκουσον, άκουσον- «νεοφιλελεύθερη, διαχειριστική λογική»…
Οι μεταμοντέρνοι αυτοί Νίκοι Ξανθόπουλοι και Μάρθες Βούρτση βολεύονται να αντιμετωπίζουν τη ζοφερή πραγματικότητα σαν μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία. Οι ίδιοι ενσαρκώνουν το άσπιλο λευκό. Η «εξουσία» και το «σύστημα» το ερεβώδες μαύρο. Αποχρώσεις δεν υπάρχουν.
Η μικρονοϊκή τους ανάγνωση θα ήταν ίσως συγγνωστή εάν δεν υπέκρυπτε δόλο. Πίσω από τους μύδρους που ακατάπαυστα εξαπολύουν, διακρίνεται η λαχτάρα τους να καταλάβουν εκείνοι την «εξουσία». Να ηγηθούν εκείνοι του νέου «συστήματος». «Σήκω εσύ, να κάτσω εγώ!»: Σε τέσσερις μόλις λέξεις συνοψίζεται το πολιτικό τους πρόγραμμα και το κοινωνικό τους όραμα.
Το πιο εξωφρενικό δε είναι ότι επιμένουν να μην αντιλαμβάνονται ότι κανείς δεν έχει πιά να κάτσει πουθενά. Όλοι οι θρόνοι και όλες οι καρέκλες έχουν προ πολλού καταρρεύσει. Ή έχουν -ακόμα χειρότερα- βγάλει καρφιά…
Σύμφωνα με την εκδοχή του Ευριπίδη στην ομώνυμη τραγωδία του, η Ελένη δεν είχε πάει ποτέ στην Τροία. Η αιματοχυσία δέκα χρόνων συνέβη με έπαθλο ένα σύννεφο, ένα πουκάμισο αδειανό κατά τον Γιώργο Σεφέρη. Στην Ελλάδα του 2013, δεν έχουμε περιθώριο για ανάλογες χίμαιρες. Ας αφήσουμε τα άδεια πουκάμισα στους μεταμοντέρνους Νίκους Ξανθόπουλους και Μάρθες Βούρτση. Κι εμείς ας κυνηγήσουμε και ας αφοσιωθούμε στην Ελένη.
Χρ. Χωμενίδης-protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.