Στις 27 Αυγούστου 1949, οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, που είχαν αναδιπλωθεί από το Βίτσι προς τον Γράμμο, εγκατέλειψαν τα υψώματα της Πόρτας Οσμάν, ενώ την ίδια μέρα έπεσε και το Φλάμπουρο. Στις 28 Αυγούστου άρχισε μαζική υποχώρηση προς την Αλβανία. Μέχρι το απόγευμα της 29ης Αυγούστου κρατήθηκε ανοιχτό το συνοριακό πέρασμα της Μπάρας. Στις 30 Αυγούστου έπεσαν τα δύο τελευταία προπύργια του ΔΣΕ, το Κάμενικ και το Γκόλιο.
Συμβατικά θεωρούμε το τέλος του Αυγούστου του 1949 ως το τέλος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Βέβαια, από διάφορες πλευρές ο Εμφύλιος δεν τελείωσε τότε. Το «παρασύνταγμα» των έκτακτων μέτρων και των ειδικών νομοθεσιών της περιόδου του Εμφυλίου θα διατηρηθεί. Από τις 7.500 περίπου θανατικές καταδίκες με βάση το Γ΄ Ψήφισμα και τον Ν. 509 περίπου 4.000 με 5.000 πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στον Ιούλιο του 1946 και τον Οκτώβριο του 1951, ενώ οι εκτελέσεις με βάση τον Ν. 375 «περί κατασκοπείας» συνεχίστηκαν μέχρι το 1955. Σε αυτές προστέθηκαν οι
φυλακίσεις, οι εξορίες, οι «πειθαρχικές» μονάδες στον στρατό, η αδυναμία διορισμού στο Δημόσιο χωρίς «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» και η απαγόρευση της δράσης του ΚΚΕ και των οργανώσεών του. Κληρονομιά του Εμφυλίου η βαθιά αυταρχική και αντιδημοκρατική νοοτροπία στις ένοπλες δυνάμεις που θα οδηγήσει στη δικτατορία 1967-1974.

Παρασύνταγμα

Θα χρειαστεί να έρθει η Μεταπολίτευση για να καταργηθεί ο κύριος όγκος του «παρασυντάγματος» και οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου για την πλήρη άρση των θεσμικών συνεπειών του Εμφυλίου, αν και όχι πλήρως: ο επαναπατρισμός των «μη Ελλήνων το γένος» δεν θα επιτραπεί ποτέ.
Και εάν υπάρχει συζήτηση για το πότε τελείωσε ο Εμφύλιος, υπάρχει και για το πότε ξεκίνησε. Η επίθεση στο Τμήμα Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο τον Μάρτιο του 1946 προσφέρει ένα συμβατικό σημείο εκκίνησης, όμως η δυναμική της εμφύλιας σύγκρουσης καταγράφεται ήδη στα τέλη του 1943 και στις αρχές του 1944, πριν πάρει ανοιχτή και ιδιαίτερα αιματηρή μορφή τον Δεκέμβριο του 1944.
Οψη του κατά τον Εντσο Τραβέρσο «ευρωπαϊκού εμφύλιου πολέμου», πλευρά μιας αναδυόμενης γεωπολιτικής διαίρεσης και ανασημασιοδότηση των συγκρούσεων που διαπερνούσαν την ελληνική κοινωνία μετά το 1922, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος έφερε αντιμέτωπα κοινωνικά στρώματα, ιδεολογικούς οραματισμούς και πολιτικές στρατηγικές.
Μπορεί η έκβαση της ολομέτωπης ένοπλης σύγκρουσης της περιόδου 1946-1949 να κρίθηκε στη μερική διάσπαση της κοινωνικής συμμαχίας που είχε διαμορφωθεί στην Κατοχή γύρω από το ΕΑΜ, όμως οι ηττημένοι του Εμφυλίου περιλάμβαναν τα λαϊκά στρώματα που θα αργήσουν να μοιραστούν έστω μικρό μέρος του «οικονομικού θαύματος» της μεταπολεμικής «ανασυγκρότησης». Πόσο μάλλον που η τελευταία προϋπέθετε την ήττα τους.
Η αποκατάσταση των τυπικών δημοκρατικών θεσμών θα αντιμετωπιστεί από πολλούς, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών εκφράσεων των ηττημένων του Εμφυλίου ως επαρκές κλείσιμο του συγκεκριμένου ιστορικού κύκλου. Αλλωστε, θα κυριαρχήσει η αντίληψη για το «λάθος» της επιλογής της ένοπλης σύγκρουσης. Μετρούσε και η ενεργή για δεκαετίες ανάμνηση ενός αιματηρού αγώνα που εξαρχής δεν έδινε προοπτικές νίκης.

Η υπενθύμιση

Αυτό εξηγεί και τη μερική απώθηση της μνήμης του Εμφυλίου, είτε επειδή έπρεπε να εμπεδωθεί η «εθνική συμφιλίωση», είτε επειδή από ένα σημείο και μετά οι νικητές δεν είχαν λόγο να επανέρχονται στη μνήμη οι πρακτικές της νίκης. Ποιος ο λόγος της υπενθύμισης ότι κάποτε κρέμονταν κομμένα κεφάλια στους φανοστάτες;
Ομως, όπως θυμίζει η ψυχανάλυση, ό,τι απωθείται στο συμβολικό ενίοτε επανέρχεται στο πραγματικό. Δεν αναφέρομαι τόσο στον πώς συμβολισμοί του Εμφυλίου επανέρχονται στη δημόσια σφαίρα, π.χ. με το σύνθημα «Βάρκιζα τέλος» που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2008. Κυρίως αναφέρομαι στην ίδια την υλικότητα των κοινωνικών συγκρούσεων.
Η ελληνική κοινωνία του 2019 είναι πολύ διαφορετική από αυτή του 1949. Αυτό αφορά την κοινωνική δομή, τις σχέσεις πόλης και υπαίθρου, τη σχέση των ανθρώπων με τη βία. Ακόμη και η μνήμη του Εμφυλίου δεν είναι το ίδιο ζωντανή όπως όταν μεταφερόταν ως άμεσο βίωμα τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες. Αλλωστε, οι επιζώντες μειώνονται διαρκώς.
Ομως, η ελληνική κοινωνία παραμένει μια κοινωνία διαιρεμένη. Η «μνημονιακή περίοδος» ήταν και μια περίοδος μεγάλων διαιρέσεων και για μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων κατέληξε επίσης σε ήττα. Η ένταση των κινητοποιήσεων, ιδίως στην «εξεγερσιακή» διετία 2010-2012 (όπως και νωρίτερα η έκρηξη της νεολαίας τον Δεκέμβριο του 2008), που μόνο μυωπικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως απλή «ανομία», θυμίζει το βάθος των συγκρούσεων σε κοινωνίες που προσφέρουν μειωμένες προσδοκίες και συνεχή διάψευση σε μεγάλο τμήμα τους. 
Παν. Σωτήρης-in.gr