Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

ΑΥΤΟΣ ο …ΝΤΙΝΟΣ ο μικρός,Ο ΜΕΓΑΣ

Δεν ξέρω αν το ’μαθες, Ντίνο μου, αλλά, πριν καλά καλά « φύγεις» χτες, η Βικιπαίδεια έσπευσε να συμπληρώσει το βιογραφικό σου με την ημερομηνία του θανάτου σου, να διαγράψει το «είναι» και να γράψει στη θέση του «ήταν»: «Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (Θεσσαλονίκη, 20 Μαρτίου 1931 - 11 Αυγούστου 2020) ήταν (έτσι αρχίζει από χτες το λήμμα, μ’ αυτό το «ήταν»…) σύγχρονος Έλληνας ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός. Το πραγματικό όνομα του λογοτέχνη είναι (εδώ το ξέχασαν το «ήταν») Κωνσ ταντίνος Δημητριάδης. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες (…).
Αχ, ρε Ντίνο, αγαπημένε μου κι αγαπημένε των Θεσσαλονικιών κι όλων όσοι θαυμάζουμε το σπουδαίο σου λογοτεχνικό έργο, είδες πόσο γρήγορα έγινες από «είναι» «ήταν»; Στο πιτς φιτίλι: Ο φίλος σου, στον οποίο μιλάς στο ποίημά σου «Ηλιοβασίλεμα», δεν βρήκε τρόπους να καθυστερήσει άλλο τη «Νύχτα». Τη νύχτα που κραύγαζες από το 1960 πως έρχεται! Αυτήν τη νύχτα την ανεπιθύμητη, που, δυστυχώς, ήρθε και για σένα χτες και σε βρήκε …

καταμεσήμερο θαρρώ, στην ηλιόλουστη Θεσσαλονίκη σου.
Νιώθω ενοχές απέναντί σου, Ντίνο μου. Απ’ τη στιγμή που το ‘μαθα χτες, μου καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα πως σε γρουσούζεψα. Πίστεψα πως μ' αυτά που αντέγραψα σε δυο-τρεις πρόσφατες αναρτήσεις μου στο φατσοβιβλίο γι’ αυτήν τη «νύχτα που έρχεται» αργά ή γρήγορα για όλους μας, η νύχτα μ’ άκουσε κι επέσπευσε την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη. Και να ‘ταν μόνο αυτό… Προχτές το βράδυ με τον Κώστα, έναν από τους γιους μου, που ήρθε από την Αθήνα να με δει φέρνοντάς μου κατά διαβολική σύμπτωση δώρο και τα "μικρά πεζά" που περιλαμβάνει το βιβλίο σου "ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ", γελούσαμε ως τις τρεις τα ξημερώματα με τις τόσες ασεβείς ατάκες σου, που έγραφες ενσυνείδητα στα ποιήματα σου και τα πεζά σου έργα ή εκστόμιζες αυθόρμητα στις δίωρες και τρίωρες απολαυστικές συνεντεύξεις σου. «Πέθανε ο Χριστιανόπουλος!», μου είπε χτες το απόγευμα ο Κώστας. «Το έμαθα. Τον (γλωσσο)φάγαμε τον άνθρωπο, με τα γέλια μας χτες το βράδυ», του απάντησα.
Να γιατί νιώθω ενοχές, Ντίνο μου. Να γιατί σκόπευα, από χτες που έμαθα πως μας άφησες χρόνους, να ξενυχτίσω, για να σου γράψω λίγες απολογητικές γραμμές. Κι όταν τελειώσω , διορθώνοντας το κείμενο, να διαβάζω μεγαλόφωνα αυτά που θα σου είχα γράψει, μήπως και προλάβαινες να μ’ ακούσεις και να με συγχωρήσεις που σε γλωσσόφαγα , πριν βυθιστείς τελείως στο αιώνιο κατάμαυρο σκοτάδι της δικής σου καταραμένης νύχτας . Όμως τη στιγμή που σκόπευα να βάλω κάτι να φάω και μετά να καθίσω στον υπολογιστή να σου γράψω, δέχτηκα ένα πολυαναμενόμενο και πολύωρο τηλεφώνημα μιας αγαπημένης μου φίλης και κουβεντιάζοντας (και για σένα) σχεδόν ξημερωθήκαμε. Σου γράφω λοιπόν με 24 ώρες καθυστέρηση, τώρα που συνήλθα από το σοκ και ξεπέρασα και τις ανόητες ενοχές μου, έτσι για να σου ευχηθώ καλό ταξίδι. Δεν σου εύχομαι καλό παράδεισο, αφού δεν πίστευες σ’ αυτόν, παρά το ότι υπήρξες κι εσύ στα παιδικά σου χρόνια, όπως κι εγώ και πολλοί άλλοι, παιδί του κατηχητικού, καλό «χριστιανόπουλο», που του πρόσθεσες ένα τελικό σίγμα και το μετέτρεψες σε φιλολογικό ψευδώνυμο.
Ντίνο μου, δεν έτυχε να σε γνωρίσω από κοντά, όπως τον γνωστό σπουδαίο κι αξέχαστο συμπολίτη σου Γιώργο Ιωάννου, με τον οποίο είχα την τύχη να συνυπηρετώ το σχολικό έτος ’75-76 στο υπουργείο Παιδείας (και μάλιστα σε διπλανά γραφεία). Ήταν κι εκείνος απλός άνθρωπος και με χιούμορ σαν και σένα, αλλά όχι τόσο δηκτικό σαν το δικό σου. Δεν ξέρω αν θα τον συναντήσεις, γιατί δεν ξέρω (και ποιος άραγε το ξέρει;) αν υπάρχει αυτό που λέμε «ψυχή» κι αν η ψυχή είναι αθάνατη και ζει μιαν άλλη μεταθανάτια ζωή. Αν όμως υπάρχει κι αν ζει κάπου αλλού, εύχομαι καλή αντάμωση και σε παρακαλώ να πεις και του Γιώργου ότι εδώ κάτω ζει ακόμα και θα ζει στις καρδιές και στο μυαλό όσων διαβάζουμε τα βιβλία του. Το ίδιο θα ζεις κι εσύ με το έργο σου και θα σου πω αν τύχει κι ανταμώσουμε πόσα έγραψαν και θα γραφτούν και θα ειπωθούν για σένα αυτές τις μέρες στην Ελλάδα που από χτες έγινε φτωχότερη. Αν και δεν έδινες δεκάρα για επικηδείους και μεταθανάτιες τιμές, θέλω να γράψω λίγες γραμμές ακόμα -κάτι σαν σύντομο επικήδειο για σένα- με αποδέκτες τους φίλους μου που θα διαβάσουν αυτό το κείμενό μου, για να τους θυμίσω και μερικές από τις πιο…σεμνές ατάκες σου.
* * *
«Αυτός …ο Ντίνος, ο μικρός ο ΜΕΓΑΣ», του τίτλου που επέλεξα για το κείμενό μου, αλλάζοντας ( … ποιητική αδεία) μόνο μια λέξη από τον γνωστό στίχο του Ελύτη για τον κόσμο, ήταν ο ποιητής Χριστιανόπουλος. Ο μικρός άνθρωπος και ΜΕΓΑΣ ποιητής που «έφυγε» χτες, ένας άνθρωπος βασανισμένος στα παιδικά του χρόνια, που έφαγε τη φτώχια και τη στέρηση με το κουτάλι και λίγο έλειψε τότε να πεθάνει από ασιτία. Όταν ωρίμασε κι έγινε γνωστός από το έργο του, εκφραζόταν συχνά με μικρότητα και εμπάθεια, γι’ αυτούς που δεν συμπαθούσε. Όμως δεν έκρυβε τα αισθήματά του και δεν μασούσε τα λόγια του, όπως οι περισσότεροι από μας: ήταν δηκτικός και για πολλούς προκλητικός τόσο με το απύλωτο στόμα του όσο και με την ομοφυλοφιλία του, που ποτέ δεν έκρυψε! Σε μια εποχή που οι ομοφυλόφιλοι θεωρούνταν μιάσματα της κοινωνίας και ζούσαν στο περιθώριο, αυτός τόλμησε να μιλήσει και να γράψει για το πάθος του. Δεν επέλεξε ίσως να γίνει ομοφυλόφιλος και να ζει για χρόνια στο περιθώριο. Σίγουρα όμως απέρριψε της χρήση μάσκας, δεν ήθελε να είναι ένας ακόμα «δήθεν». Προτίμησε να είναι ειλικρινής, και γνήσιος, αιρετικός και τολμηρός όταν έγραφε ή όταν μιλούσε, σε βαθμό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μοναδικός. Παρ’ όλα αυτά, αυτός ο συχνά μικρός, αιρετικός και προκλητικός άνθρωπος κατάφερε να αναδειχτεί με το έργο του σε ποιητή μεγάλου διαμετρήματος.
Όσοι τον αγάπησαν για το ποιητικό του ταλέντο, αλλά και για την αυθεντικότητά του, είναι πάρα πολλοί. Δεν ήταν όμως και λίγοι αυτοί που, επειδή απεχθάνονταν τον αιρετικό ομοφυλόφιλο και αθυρόστομο ποιητή, τον αντιπάθησαν και προσπάθησαν ανεπιτυχώς να εκμηδενίσουν τη δημοφιλία του και να ψαλιδίσουν τη λογοτεχνική του αξία. Σ’ αυτούς τους τελευταίους απευθύνεται ο Χ., όταν γράφει:
« και τι δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος».
Κι επειδή συναισθάνεται ότι πολλοί ακόμα θεωρούν τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα ανηθικότητα, με ανάμεικτα συναισθήματα παράπονου και σαρκασμού, ζητά: «Βγάλτε τα ποιήματά μου από τα σχολικά βιβλία. Είναι ανήθικα!»
Σε μια συνέντευξη που του πήρε παλιά ο Σταύρος Θεοδωράκης, παίρνοντας ίσως αφορμή από τον στίχο του αυτόν, του θυμίζει τρεις στίχους του όντως ακατάλληλους για σχολικά βιβλία και περιμένει την αντίδρασή του:
«(…)Κάνω να σε φιλήσω με αποστρέφεσαι.
Δεν εμπιστεύεσαι τα χείλια σου σε ένα βόθρο.
Μονάχα κάτω απ’ τον αφαλό πουλιέσαι».
«Εάν υποτεθεί ότι ο βόθρος είμαι εγώ» του απαντά, «πόσους ποιητές ξέρεις που έχουν παραδεχτεί ότι αυτή η λέξη απευθύνεται στο άτομό τους;»
Πράγματι πόσοι άλλοι από τους πολλούς ομοφυλόφιλους από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών θα είχαν παραδεχτεί αυτή τη λέξη ως χαρακτηρισμό για τα χείλη τους και πόσοι ζώντες ή τεθνεώτες έχουν μιλήσει δημόσια για τη σεξουαλική ιδιαιτερότητά τους κι έχουν γράψει στίχους που τόσο σοβαρά την υποστηρίζουν, όπως αυτοί εδώ του Χ.;
«Μην καταργείτε την υπογεγραμμένη
ιδίως κάτω από το ωμέγα
είναι κρίμα να εκλείψει
η πιο μικρή ασέλγεια
του αλφαβήτου μας…»
Και πόσοι από τους ίδιους σπουδαίους δημιουργούς, που τους θαυμάζουμε για το έργο τους θα αρνούνταν να δεχτούν το «Μεγάλο (κρατικό) Βραβείο Λογοτεχνίας» για το σύνολο του έργου τους; Εκείνος το 2011 το αρνήθηκε, δηλώνοντας: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε (…)».
Σχετική με την άποψή του για τα βραβεία είναι κι αυτή για τους ανδριάντες, που στήνουν οι αρχές μεταθανάτια στους σημαντικούς δημιουργούς και για τις ονοματοδοσίες οδών στη μνήμη τους. Το σχόλιό του, όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης αναφέρεται στους ανδριάντες, είναι χαρακτηριστικό:
«Ανδριάντες; Εγώ είμαι φανατικός εχθρός του να πάρω κι ένα ψευτοβραβείο».
Ο δημοσιογράφος συνεχίζει και, δείχνοντας τον δρόμο έξω από το σπίτι του ποιητή, του λέει:
«Εγώ είμαι σίγουρος ότι αυτός ο δρόμος μετά από 20-30 χρόνια θα λέγεται Χριστιανόπουλου».
«Σ’ αυτό μία απάντηση υπάρχει: του κ….τα εννιάμερα»! του απαντά ο αθυρόστομος ποιητής.
Αθυρόστομος και περιθωριακός, υπήρξε ο Χ. Αντικομφορμιστής και εμπαθής, σύμφωνα με όσους τον αντιπαθούσαν. Άνθρωπος μικρός! Νάρκισσος, όταν μιλούσε για το δικό του έργο, και άδικος, όταν απαξίωνε δημόσια το πολύ σημαντικό έργο άλλων σπουδαίων ομοτέχνων του όπως ο Νίκος Γκάτσος (που ακόμα και το αριστούργημά του, η «Αμοργός» δεν του άρεσε), όπως ο Εμπειρίκος (που ‘γραφε «όλο τέτοια χαζά» ), όπως ο Ρίτσος (που όλα τα ποιήματά του «είναι για πέταμα»),όπως η Κική Δημουλά (που «γράφει εξυπνάδες» ), ή όπως η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και αρκετοί άλλοι. Το ίδιο απαξιωτικός ήταν ο λόγος του, όταν αναφερόταν ονομαστικά στους περισσότερους από τους σύγχρονους πολιτικούς μας. (βλ στο διαδίκτυο δυο ακόμα από τις συνεντεύξεις του–ποταμούς στους δημοσιογράφους Γιάννη Χατζηγεωργίου στο philenews.com και στον Αντ. Μποσκοϊτη).
Παρ’ όλα αυτά, όταν ο ίδιος αυτοκριτικά ομολογεί «Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος», όταν αναλογιστούμε τα δύσκολα παιδικά του χρόνια που σημάδεψαν τη ζωή του, όταν θυμηθούμε το περιθώριο και την κοινωνική περιφρόνηση που βίωσε μεγαλώνοντας λόγω της ιδιαιτερότητάς του και την λιτή και απλή ζωή του στα χρόνια της λογοτεχνικής καταξίωσής του, του συγχωρούμε τις ανθρώπινες αδυναμίες και την συχνά μικροπρεπή συμπεριφορά του. Κι όταν αναλογιστούμε τη δημοφιλία που απολάμβανε στα τελευταία χρόνια της ζωής του για το πλούσιο λογοτεχνικό έργο που μας άφησε, θα συμφωνήσουμε ότι υπήρξε ΜΕΓΑΣ: Ο σπουδαιότερος και πλέον αγαπητός ποιητής της Θεσσαλονίκης κι ένας από τους σημαντικότερους της Ελλάδας.
Αυτήν τη μεγαλοσύνη του υπογράμμισαν και τα περισσότερα από τα κόμματα της Βουλής στο «αντίο» τους, με πρώτο και καλύτερο το κυβερνόν συντηρητικό κόμμα της Ν.Δ. Ομολογώ ότι δεν έχω ψηφίσει ποτέ ως τώρα τουλάχιστον Ν.Δ. (Για το μέλλον δεν ξέρω, εξαρτάται… Δεν είμαι φανατικός οπαδός κανενός κόμματος). Ωστόσο, όσα έγραψε για τον Χριστιανόπουλο ο αρχηγός της Ν.Δ, τα θεωρώ απολύτως αντικειμενικά και με εκφράζουν απόλυτα: «Η Ελλάδα έχασε έναν από τους μεγάλους ποιητές της και η Θεσσαλονίκη την πιο αιρετική και γοητευτική φωνή της. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αφήνει τεράστιο έργο, αλλά δεν θέλησε τιμές και βραβεία. Γι' αυτό του αρμόζει ένας λιτός αποχαιρετισμός. Γεμάτος όμως, από τη συγκίνηση όλων μας».
Θ.Μ. (Στυλίδα 12 προς 13/8.2020)
Υ.Γ. Κλείνω τούτη την αναφορά-αφιέρωμά μου στον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο αντιγράφοντας εδώ τρία από τα αγαπημένα μου ποιήματά του:
Ηλιοβασίλεμα
Ο έρωτάς σου είναι σαν ηλιοβασίλεμα•
ο ήλιος πέφτει στα νερά, ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΝΥΧΤΑ.
Γι’ αυτό θέλω να σε ρουφήξω, να σε καταπιώ,
να διαλυθώ στην αμφιλύκη του κορμιού σου,
όμως και συ μη στέκεσαι σαν άγαλμα,
μη μου μιλάς στον πληθυντικό,
τρύπησε το μεδούλι μου όσο μπορείς,
στράγγιξε μες στο αίμα μου τη μοναξιά σου.
ΒΡΕΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΝΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΟΥΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ.
(Τα κεφαλαία δικά μου)
Η θάλασσα
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια
Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα.
(Μελλοποιημένο και τραγουδισμένο από τον Διονύση Σαββόπουλο)
Θάνος Μπλούνας-πρ. Δήμαρχος Στυλίδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.

Η Πελασγία από ψηλά