Επιβεβαίωση των καταγγελιών που έκανε η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Τόνια Αντωνίου για την εγκατάλειψη της κατασκευής του δρόμου Λαμίας – Δομοκού, αποτελεί η απάντηση που έδωσε το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών στην σχετική Ερώτηση που είχε καταθέσει το Δεκέμβριο.
Στην Ερώτησή της η βουλευτής είχε επισημάνει ότι το έργο που έπρεπε ήδη να έχει ολοκληρωθεί και παραδοθεί σε κυκλοφορία, έχει εγκαταλειφθεί με αποτέλεσμα την αύξηση της επικινδυνότητας του δρόμου και την πρόκληση ατυχημάτων και μάλιστα θανατηφόρων. Υπενθυμίζεται ότι ο πρώην Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας κ. Σκορδάς, όταν είχε κατατεθεί η ερώτηση, είχε σπεύσει με ανακοίνωσή του να δηλώσει ότι δεν υπάρχει καμία εγκατάλειψη στο έργο και κατηγόρησε τη βουλευτή του ΠΑΣΟΚ ότι λέει ανακρίβειες.
Από την απάντηση του αρμόδιου Υπουργού, ωστόσο φαίνεται ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική από όσα έλεγε ο κ. Σκορδάς. Ο Υπουργός αναφέρει ότι «η σύμβαση κατασκευής του έργου υπογράφτηκε στις 4-8-2006 με το ποσό των 7.155.617,80 ευρώ» και «το έργο προβλέπεται να ολοκληρωθεί σύμφωνα με την τελευταία εγκεκριμένη παράταση την 31-3-2009».
Με αφορμή την απάντηση του Υπουργού η κ. Αντωνίου έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Δυστυχώς για μία ακόμα φορά επιβεβαιώνεται ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έρχονται στην Περιφέρεια για να καταγράψουν στο βιογραφικό τους την παρουσία τους και να δώσουν εξετάσεις στον κομματικό μηχανισμό τους. Η κυβέρνηση έχει σοβαρές ευθύνες και πρέπει επιτέλους να απολογηθεί για τις ζωές που χάνονται άδικα και τον κόσμο που ταλαιπωρείται εξαιτίας της ανικανότητάς της να κατασκευάσει ένα έργο 10 χιλιομέτρων για το οποίο έχει υπογραφεί σύμβαση από τις 4-8-2006 και οι πόροι του είναι διασφαλισμένοι από κοινοτικά κονδύλια. Παρά τις υπερβάσεις από τον αρχικό προϋπολογισμό και τις παρατάσεις στο χρονοδιάγραμμα η κυβέρνηση συνεχίζει να ψεύδεται όταν μας απαντά επίσημα πλέον ότι το έργο θα παραδοθεί σε χρήση στις 31-3-2009. Αποτυπώνεται έτσι με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο η κακοδιαχείριση, η ανυπαρξία προγραμματισμού και η ανικανότητά της που είναι πλέον ορατά σε όλους τους πολίτες. Επιτέλους, ας σταματήσουν οι κυβερνώντες τον εμπαιγμό και ας αναλάβουν τις ευθύνες τους».