Καλώς ή κακώς, η ζωή των ανθρώπων χαρακώνεται από στιγμές αδιαχείριστου
πόνου. Οι ημέρες αυτές, που επαναλαμβάνονται με ζηλευτή συνέπεια κάθε
χρόνο και μοιάζουν με σιωπηρά μνημόσυνα, λειτουργούν σαν σεισμικά
ρήγματα. Μόλις η μνήμη αφυπνίζεται, η λύπη ξεχύνεται ορμητικά σαν
πεινασμένη λάβα. Από τις μαύρες σελίδες του ημερολογίου, οι πιο
σκοτεινές είναι εκείνες που κουβαλάνε μια απώλεια. Ο κόσμος των νεκρών
είναι δύσκολη υπόθεση. Κάποιοι δεν μπορούν να κόψουν τα δεσμά με το
παρελθόν και διατηρούν πάση θυσία το καντήλι των αναμνήσεων. Δεν
ανασαίνουν χωρίς τα φαντάσματά τους κι ας κυλάει φυσιολογικά το παρόν.
Φέρνω στον νου τη μαμά μου, που στο πορτοφόλι της έχει ακόμη τη
φωτογραφία του Κωνσταντινουπολίτη πατέρα της. Αν όμως φαντάζει αδιανόητο
να ξεπεράσεις τον θάνατο ενός ανθρώπου, κι έχεις ανάγκη να τον βλέπεις
όποτε βγάζεις ψιλά για εισιτήριο, τι συμβαίνει όταν χάνεις την πατρίδα
σου;
Σαν σήμερα, πριν από πενήντα οχτώ χρόνια, στα ξημερώματα της 5ης προς 6ης Σεπτεμβρίου, έλαβαν χώρα στην
Κωνσταντινούπολη τα λεγόμενα «Σεπτεμβριανά», η βίαιη επίθεση των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων που αποδεδειγμένα ξεκίνησε από προβοκάτσια στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης. Στις μέρες μας, που ο εθνικισμός από απόστημα έχει μετατραπεί σε κοινωνική φλεγμονή, ίσως είναι επικίνδυνο να ανασύρουμε τέτοιες ημερομηνίες. «Η Ιστορία είναι πιο αντικειμενική όταν την ακούς από αυτούς που έζησαν τα γεγονότα, κι όχι από αυτούς που τα φαντάστηκαν», μου είπε πρόσφατα ο ιστορικός Ηρακλής Μήλλας, ο οποίος έζησε στο πετσί του τη μαρτυρική νύχτα. Κράτησα τη φράση του κι έψαξα να βρω κάποιον που θα μπορούσε να μου εξιστορήσει τι έγινε. Κυρίως όμως, με ενδιέφερε να μάθω πώς διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να καταλάβω αν η στενοχώρια του χθες ρουφάει σαν μαύρη τρύπα τη ζωή του αύριο. Είναι η μνήμη εμπρηστής, που ανάβει στο μυαλό φωτιές ανάλογες με εκείνες που κατέστρεψαν τα μαγαζιά των Ελλήνων;
Η κυρία Κρυσταλλία Βικοπούλου, γεννημένη το 1931 στην Κομοτηνή, ήταν μόνιμος κάτοικος Κωνσταντινούπολης από το 1948. Όταν ξέσπασαν τα επεισόδια, παραθέριζε με την οικογένειά της στο Κιρέτσμπουρνου, ένα παραθαλάσσιο χωριό με αμιγώς τούρκικο πληθυσμό, το οποίο απείχε μια ώρα με το λεωφορείο από την Πόλη. «Κάτι είχαμε ψυλλιαστεί ότι θα γινόταν γιατί ο τούρκικος στρατός άρχισε ξαφνικά να φρουρεί το Πατριαρχείο, αλλά δε φανταζόμασταν τι θα ερχόταν», μου λέει συγκινημένη στο τηλέφωνο και συνεχίζει «ευτυχώς ο μπακάλης του χωριού σταμάτησε τους αγριεμένους νεαρούς που ανέβαιναν τρέχοντας την ανηφόρα. Αλλιώς, ούτε εμείς θα γλιτώναμε».
Τις επόμενες βδομάδες, ωσότου να ησυχάσουν τα πράγματα και να καθαριστούν οι σπασμένες βιτρίνες και τα αίματα από τους δρόμους, παρέμειναν στο Κιρέτσμπουρνου. Το σπίτι τους έμεινε άθικτο, καθώς βρισκόταν απέναντι από το ελληνικό προξενείο κι όχι στη γειτονιά του Μπαλουκλί, όπου σημειώθηκε η πλειοψηφία των βανδαλισμών, αλλά το κατάστημα οπτικών που διατηρούσε με τον άντρα της Νίκο κι έναν ξάδελφό του καταστράφηκε ολοσχερώς. Κάποιοι συγγενείς τους εκδιώχθηκαν, μερικοί φίλοι τους εξαφανίστηκαν, οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν. Παρά το «πογκρόμ», όπως το ονόμασαν οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής, εκείνοι δεν έφυγαν. «Η τουρκική κυβέρνηση μας αποζημίωσε και με τα λεφτά μπορέσαμε να φτιάξουμε ξανά το μαγαζί. Δε φοβόμασταν, η κατάσταση μετά κυλούσε με ηρεμία. Συνεχίζαμε να ζούμε κανονικά», μου περιγράφει βιαστικά. Στη φωνή της αναγνώρισα μια αίσθηση εξαπάτησης, αυτό το αίσθημα του «πολύ καλό για να ’ναι αληθινό». Η μοίρα τους επιφύλασσε σικέ παιχνίδι.
Εννιά χρόνια αργότερα, κι ενώ είχαν προλάβει να στηθούν στα πόδια τους, ήρθε ο δεύτερος και μεγαλύτερος διωγμός. Η κυρία Κρυστάλλω, όπως τη φώναζαν στην Πόλη, ήταν η πρώτη απελαθείσα και η φωτογραφία της φιλοξενούταν σε όλα τα τούρκικα πρωτοσέλιδα. «Ήταν Τετάρτη πρωί, 10 Απριλίου του 1964. Λόγω Πάσχα, είχα βγει να αγοράσω ύφασμα για να ράψω ένα ταγιέρ. Εκεί που ψώνιζα, μπαίνει μέσα ένας κύριος αλαφιασμένος και μας λέει ότι οι Τούρκοι έκλεισαν μια γνωστή στοά με ελληνικά μαγαζιά. "Ηλία, είπα στον ιδιοκτήτη, δώσε μου ένα πολύ καλό ύφασμα, γιατί στην Ελλάδα ο ήλιος είναι δυνατός, μη μου ξεθωριάσει γρήγορα"… Φυσικά, έκανα πλάκα. Τελικώς, το ίδιο βράδυ μας πήραν δακτυλικά αποτυπώματα και δυο μέρες μετά μας απέλασαν. Κατέληξα στη Θεσσαλονίκη και… πάλι από την αρχή».
Έκτοτε, όπως προσπαθεί να μου εξηγήσει με τρεμάμενη φωνή, άφησε να περάσουν τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να επισκεφτεί ξανά την Πόλη. «Ένας φόβος με είχε κυριεύσει, δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Αλλά ο φόβος με κούρασε κι έτσι αποφάσισα το 2008 να πάω με την ενορία της γειτονιάς μου, με δικούς μου ανθρώπους. Φυσικά το μετάνιωσα, η Κωνσταντινούπολη ήταν αγνώριστη, ξεπεσμένη, καμία σχέση με την πόλη που έζησα. Ο σεισμός του 1999 είχε ρημάξει τα ελληνικά κτίρια και οι Τούρκοι τα είχαν απλώς κλειδαμπαρώσει». Ενθυμούμενος τη μητέρα μου, η οποία έψαχνε την οικία του πατέρα της στην πλατεία Ταξίμ, παίρνω το θάρρος να τη ρωτήσω αν γύρεψε το σπίτι της. Το ακουστικό για λίγο έμεινε αδειανό.
Ακούγοντάς τη να μου αφηγείται τη ζωή της στην Κωνσταντινούπολη, μου έδωσε την αίσθηση ότι η καρδιά της Ρωμιοσύνης χτυπούσε στην κοσμοπολίτικη συνοικία του Πέραν. Γνωστοί ηθοποιοί και τραγουδιστές, όπως η Βέμπο, ο Χιώτης, η Λίντα, ο Ρίζος, ο Σταυρίδης κι ο Αγγελόπουλος, ομόρφαιναν τις νύχτες τους. Τα κυριακάτικα τραπέζια πλημμύριζαν από λογιών-λογιών μπαχαρικά, συνήθιζαν να πλένονται με αρωματικά σαπούνια της Ανατολής, έκαναν διακοπές στον Βόσπορο, διδάσκονταν λογοτεχνία στο Ζωγράφειο και διοργάνωναν βραδιές πιάνου στα σπίτια, με ξηρούς καρπούς από την Αραβία και παριζιάνικο κρασί. «Ζωή χαρισάμενη», που έλεγε και η γιαγιά μου.
Ειλικρινά, δε ξέρω πώς είναι να βάφεις τη λύπη κάθε χρόνο με διαφορετικό χρώμα. Η μαμά μου, μια στο τόσο, περνάει μόνη της με λούστρο τα έπιπλα που έφερε στη ζούλα ο παππούς από την Πόλη, για να μη τα φάει το σαράκι. Μαζί, λουστράρει και τη λησμονιά για την πατρίδα που δεν έζησε, για τις ρίζες που αναζητάει ακόμη. «Σαν έρχεται αυτή η μέρα, η καρδιά μου μαρμαρώνει», μου ομολόγησε στο τέλος η κυρία Κρυσταλλία. Το ακουστικό αδειανό, από τη δική μου πλευρά αυτή τη φορά.
Γ. Παπαδημητρίου
http://www.protagon.gr
Σαν σήμερα, πριν από πενήντα οχτώ χρόνια, στα ξημερώματα της 5ης προς 6ης Σεπτεμβρίου, έλαβαν χώρα στην
Κωνσταντινούπολη τα λεγόμενα «Σεπτεμβριανά», η βίαιη επίθεση των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων που αποδεδειγμένα ξεκίνησε από προβοκάτσια στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης. Στις μέρες μας, που ο εθνικισμός από απόστημα έχει μετατραπεί σε κοινωνική φλεγμονή, ίσως είναι επικίνδυνο να ανασύρουμε τέτοιες ημερομηνίες. «Η Ιστορία είναι πιο αντικειμενική όταν την ακούς από αυτούς που έζησαν τα γεγονότα, κι όχι από αυτούς που τα φαντάστηκαν», μου είπε πρόσφατα ο ιστορικός Ηρακλής Μήλλας, ο οποίος έζησε στο πετσί του τη μαρτυρική νύχτα. Κράτησα τη φράση του κι έψαξα να βρω κάποιον που θα μπορούσε να μου εξιστορήσει τι έγινε. Κυρίως όμως, με ενδιέφερε να μάθω πώς διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να καταλάβω αν η στενοχώρια του χθες ρουφάει σαν μαύρη τρύπα τη ζωή του αύριο. Είναι η μνήμη εμπρηστής, που ανάβει στο μυαλό φωτιές ανάλογες με εκείνες που κατέστρεψαν τα μαγαζιά των Ελλήνων;
Η κυρία Κρυσταλλία Βικοπούλου, γεννημένη το 1931 στην Κομοτηνή, ήταν μόνιμος κάτοικος Κωνσταντινούπολης από το 1948. Όταν ξέσπασαν τα επεισόδια, παραθέριζε με την οικογένειά της στο Κιρέτσμπουρνου, ένα παραθαλάσσιο χωριό με αμιγώς τούρκικο πληθυσμό, το οποίο απείχε μια ώρα με το λεωφορείο από την Πόλη. «Κάτι είχαμε ψυλλιαστεί ότι θα γινόταν γιατί ο τούρκικος στρατός άρχισε ξαφνικά να φρουρεί το Πατριαρχείο, αλλά δε φανταζόμασταν τι θα ερχόταν», μου λέει συγκινημένη στο τηλέφωνο και συνεχίζει «ευτυχώς ο μπακάλης του χωριού σταμάτησε τους αγριεμένους νεαρούς που ανέβαιναν τρέχοντας την ανηφόρα. Αλλιώς, ούτε εμείς θα γλιτώναμε».
Τις επόμενες βδομάδες, ωσότου να ησυχάσουν τα πράγματα και να καθαριστούν οι σπασμένες βιτρίνες και τα αίματα από τους δρόμους, παρέμειναν στο Κιρέτσμπουρνου. Το σπίτι τους έμεινε άθικτο, καθώς βρισκόταν απέναντι από το ελληνικό προξενείο κι όχι στη γειτονιά του Μπαλουκλί, όπου σημειώθηκε η πλειοψηφία των βανδαλισμών, αλλά το κατάστημα οπτικών που διατηρούσε με τον άντρα της Νίκο κι έναν ξάδελφό του καταστράφηκε ολοσχερώς. Κάποιοι συγγενείς τους εκδιώχθηκαν, μερικοί φίλοι τους εξαφανίστηκαν, οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν. Παρά το «πογκρόμ», όπως το ονόμασαν οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής, εκείνοι δεν έφυγαν. «Η τουρκική κυβέρνηση μας αποζημίωσε και με τα λεφτά μπορέσαμε να φτιάξουμε ξανά το μαγαζί. Δε φοβόμασταν, η κατάσταση μετά κυλούσε με ηρεμία. Συνεχίζαμε να ζούμε κανονικά», μου περιγράφει βιαστικά. Στη φωνή της αναγνώρισα μια αίσθηση εξαπάτησης, αυτό το αίσθημα του «πολύ καλό για να ’ναι αληθινό». Η μοίρα τους επιφύλασσε σικέ παιχνίδι.
Εννιά χρόνια αργότερα, κι ενώ είχαν προλάβει να στηθούν στα πόδια τους, ήρθε ο δεύτερος και μεγαλύτερος διωγμός. Η κυρία Κρυστάλλω, όπως τη φώναζαν στην Πόλη, ήταν η πρώτη απελαθείσα και η φωτογραφία της φιλοξενούταν σε όλα τα τούρκικα πρωτοσέλιδα. «Ήταν Τετάρτη πρωί, 10 Απριλίου του 1964. Λόγω Πάσχα, είχα βγει να αγοράσω ύφασμα για να ράψω ένα ταγιέρ. Εκεί που ψώνιζα, μπαίνει μέσα ένας κύριος αλαφιασμένος και μας λέει ότι οι Τούρκοι έκλεισαν μια γνωστή στοά με ελληνικά μαγαζιά. "Ηλία, είπα στον ιδιοκτήτη, δώσε μου ένα πολύ καλό ύφασμα, γιατί στην Ελλάδα ο ήλιος είναι δυνατός, μη μου ξεθωριάσει γρήγορα"… Φυσικά, έκανα πλάκα. Τελικώς, το ίδιο βράδυ μας πήραν δακτυλικά αποτυπώματα και δυο μέρες μετά μας απέλασαν. Κατέληξα στη Θεσσαλονίκη και… πάλι από την αρχή».
Έκτοτε, όπως προσπαθεί να μου εξηγήσει με τρεμάμενη φωνή, άφησε να περάσουν τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να επισκεφτεί ξανά την Πόλη. «Ένας φόβος με είχε κυριεύσει, δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Αλλά ο φόβος με κούρασε κι έτσι αποφάσισα το 2008 να πάω με την ενορία της γειτονιάς μου, με δικούς μου ανθρώπους. Φυσικά το μετάνιωσα, η Κωνσταντινούπολη ήταν αγνώριστη, ξεπεσμένη, καμία σχέση με την πόλη που έζησα. Ο σεισμός του 1999 είχε ρημάξει τα ελληνικά κτίρια και οι Τούρκοι τα είχαν απλώς κλειδαμπαρώσει». Ενθυμούμενος τη μητέρα μου, η οποία έψαχνε την οικία του πατέρα της στην πλατεία Ταξίμ, παίρνω το θάρρος να τη ρωτήσω αν γύρεψε το σπίτι της. Το ακουστικό για λίγο έμεινε αδειανό.
Ακούγοντάς τη να μου αφηγείται τη ζωή της στην Κωνσταντινούπολη, μου έδωσε την αίσθηση ότι η καρδιά της Ρωμιοσύνης χτυπούσε στην κοσμοπολίτικη συνοικία του Πέραν. Γνωστοί ηθοποιοί και τραγουδιστές, όπως η Βέμπο, ο Χιώτης, η Λίντα, ο Ρίζος, ο Σταυρίδης κι ο Αγγελόπουλος, ομόρφαιναν τις νύχτες τους. Τα κυριακάτικα τραπέζια πλημμύριζαν από λογιών-λογιών μπαχαρικά, συνήθιζαν να πλένονται με αρωματικά σαπούνια της Ανατολής, έκαναν διακοπές στον Βόσπορο, διδάσκονταν λογοτεχνία στο Ζωγράφειο και διοργάνωναν βραδιές πιάνου στα σπίτια, με ξηρούς καρπούς από την Αραβία και παριζιάνικο κρασί. «Ζωή χαρισάμενη», που έλεγε και η γιαγιά μου.
Ειλικρινά, δε ξέρω πώς είναι να βάφεις τη λύπη κάθε χρόνο με διαφορετικό χρώμα. Η μαμά μου, μια στο τόσο, περνάει μόνη της με λούστρο τα έπιπλα που έφερε στη ζούλα ο παππούς από την Πόλη, για να μη τα φάει το σαράκι. Μαζί, λουστράρει και τη λησμονιά για την πατρίδα που δεν έζησε, για τις ρίζες που αναζητάει ακόμη. «Σαν έρχεται αυτή η μέρα, η καρδιά μου μαρμαρώνει», μου ομολόγησε στο τέλος η κυρία Κρυσταλλία. Το ακουστικό αδειανό, από τη δική μου πλευρά αυτή τη φορά.
Γ. Παπαδημητρίου
http://www.protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.