Διονύσης Σαββόπουλος, τραγουδοποιός
Σε ρόλο αφηγητή, μιλάει από την καρδιά του
για τους Έλληνες, την κρίση, το αύριο.
«Καθόταν με την πλάτη του κολλημένη στον τοίχο, χρόνια ολόκληρα, ο Γιώργος Κούνδουρος, και έτρωγε μια μακαρονάδα άσπρη, χωρίς σάλτσα. Εδώ, κάτω από τη λέξη Λυκόβρυση...», λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος και δείχνει τη θέση σ’ ένα ακριανό τραπέζι. «Αφού ο Απόστολος, το γκαρσόνι, τον ήξερε και μόλις τον έβλεπε του πήγαινε μια μακαρονάδα άσπρη. Μια φορά άλλαξε. “Οχι”, λέει, “θα πάρω μπιφτέκι”. Περνούσε, λοιπόν, ο κυρ Γιάννης Τσαρούχης και αφηρημένος δεν τον είδε. Διαμαρτυρήθηκε ο Γιώργος και ο Τσαρούχης ετοιμόλογος πάντα του απάντησε “με συγχωρείς, δεν σε γνώρισα με το μπιφτέκι!”». Η συνάντηση με τον Διονύση Σαββόπουλο ξεκίνησε εύθυμα, με τον δημιουργό στον αγαπημένο του ρόλο: του αφηγητή.
Είναι μεσημέρι Αυγούστου, η πλατεία Κολωνακίου έχει ελάχιστη κίνηση, η Αθήνα μισοάδεια. Ηρθε στο ραντεβού μας φορτσάτος από την Αναγνωστοπούλου, απολογούμενος για την καθυστέρηση. Η περιοδεία του
αριστοφανικού «Πλούτου», τον οποίο μετέφρασε, σκηνοθέτησε και στον οποίο εμφανίζεται, ανά την Ελλάδα, (μετά την πρεμιέρα στην Επίδαυρο τον Ιούλιο, η αποχαιρετιστήρια παράσταση θα δοθεί στο Ηρώδειο, Σάββατο 5 Οκτωβρίου), έχει επιβαρύνει πολύ την καθημερινότητά του, πολλαπλασιάζοντας την κούραση.
Η άτυπη συζήτηση αφορούσε τα παλιά στέκια της Αθήνας, όπως ήταν η Λυκόβρυση, στον χρόνο που κυλάει, πλέον, αλλιώς. «Σίγουρα, η δική μας γενιά είχε περισσότερο χρόνο ποιότητας. Εμείς, ό,τι μάθαμε να μιλάμε, το μάθαμε στο καφενείο, είτε ως φοιτητές είτε ως εργένηδες. Οι αρχηγοί αυτών των στεκιών, ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, οι Κουνδουραίοι, ο Κατσίμπαλης, επειδή έμειναν εργένηδες σε όλη τους τη ζωή, τράβηξαν 40 χρόνια καφενείο, σε αντίθεση με εμάς που ό,τι καφενείο κάναμε, κάναμε, μετά παντρευτήκαμε και αυτά κόπηκαν. Εκείνοι είχαν γίνει πρυτάνεις, δεν τους έπιανες με τίποτα!».
Το γεύμα άρχισε αντίστροφα. Με έναν εσπρέσο και κουβέντα γύρω από τον «Πλούτο» του, την κριτική που άσκησε μέσω της παράστασης (και ενόχλησε ορισμένους) στην ελληνική φούσκα, την εικόνα που έχει για το κοινό περιοδεύοντας στα θέατρα της επαρχίας.
– Η κρίση έχει δημιουργήσει ένα άλλο κοινό, με άλλες ανάγκες και απαιτήσεις;
– Σε γενικές γραμμές είναι μικρότερο ποσοτικά. Διότι, ναι μεν έπεσαν οι τιμές, ο κόσμος, όμως, δυσκολεύεται. Εγώ, δεν έχω παράπονο. Παίζουμε μέσα σε άκρα σιωπή. Είναι κόσμος γλυκός. Τα γέλια είναι χαρμόσυνα, το χειροκρότημα στο τέλος πάρα πολύ ανακουφιστικό, διότι ποτέ δεν ξέρει ο καλλιτέχνης αν αυτό που έκανε είναι καλό ή πόσο καλό είναι. Το χειροκρότημα είναι ο καλός λόγος. Και δόξα τω Θεώ τον έχουμε. Είναι μια συντηρητική παράσταση αυτό που κάνουμε. Ο Αριστοφάνης είναι πάνω απ’ όλα ένας μεγάλος ποιητής. Μετέφρασα 1.200 στίχους. Eχει χοντράδες, βωμολοχίες, ναι, αλλά μέσα σε μια μαγεία που μόνο ένας μεγάλος ποιητής μπορεί να επιτύχει. Παίζουν εδώ και χρόνια τον Αριστοφάνη στη χώρα μας σαν να είναι επιθεώρηση. Καλαμπούρια, όλοι γελάνε, νομίζουν ότι κατάλαβαν, δεν κατάλαβαν τίποτα. Eχω την τεχνική και την πείρα να πάρω έναν Αριστοφάνη και να τον κάνω ξεκαρδιστικό, να ικανοποιεί και την αδικία που υφιστάμεθα. Oχι. Hθελα να κάνω το έργο. Eβαλα φρένο στον εαυτό μου. Βέβαια, μερικές επικαιροποιήσεις είναι αναπόφευκτες.
– Oπως: «Ποιος θέλει στο πάρτι να ακούει τα δυσάρεστα;».
– Υπάρχει ένα κοινό που καταλαβαίνει το λάθος και που μέσα στο πλαίσιο μιας θεατρικής παράστασης αυτοσαρκάζεται.
Αυτοσαρκασμός
– Από τον αυτοσαρκασμό εξαιρείτε τον εαυτό σας ή όχι;
– Oχι, δεν τον εξαιρώ. Ακούγονται μάλιστα και μερικά πράγματα εις βάρος μου. Που πάλι ξέρετε, δεν είναι ξεκάρφωτα. Υπάρχει αναφορά στο κείμενο. Λέει για κάποιον, δεν θυμάμαι το όνομά του, ότι το γύρισε στα παραμύθια γιατί δεν έχει πια έμπνευση. Eβαλα τον εαυτό μου και χαίρομαι που γελάνε.
– Νιώθετε ότι εξαντλείστε;
– Μάλιστα. Κοιτάξτε. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: τη δουλειά την ξέρω. Eχω μεγάλη πείρα. Αν καθίσουμε, τώρα, μπορώ να γράψω ένα τραγούδι. Δεν γράφω γιατί δεν θα είναι από την καρδιά μου, θα είναι από αυτά που ξέρω. Αλλά εγώ δεν έγραφα ποτέ από αυτό που ήξερα. Eγραφα πάντα από αυτό που δεν ήξερα. Ψάρευα στο άγνωστο. Αυτή τη στιγμή δεν μου χρειάζεται. Αντιθέτως, μου αρέσει πάρα πολύ να παίζω. Και μάλιστα παίζω καλύτερα τώρα που έχει σωπάσει μέσα μου ο συνθέτης που κάθε τόσο επενέβαινε και μου έλεγε «δεν το λες καλά, θέλει πιο πάνω, σου ’φυγε!» Εσκασε αυτός και παίζω καλύτερα τώρα.
Τα τραγούδια μας έχουν καεί
«Σας έχω πει μια ιστορία που μου συνέβαινε όταν ήμουν παιδί;», ρωτάει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Εχει ήδη τελειώσει τον καφέ και παραγγέλνει μια παγωμένη μπίρα. «Οι γονείς μου με έβαζαν να κοιμηθώ σ’ ένα κρεβατάκι στο δωμάτιό τους. Ενα μπλε, το θυμάμαι ακόμα. Ξυπνούσα νωρίτερα, μου είχαν απαγορεύσει να σηκώνομαι. Για να περάσει αυτός ο αβάσταχτος χρόνος άρχισα να μουρμουρίζω τραγουδάκια. Με κάποιον περίεργο τρόπο αυτό συνεχίζεται... Μέχρι πρότινος... Δεν έγραφα αν δεν ένιωθα την ανάγκη. Δηλαδή, ποια ανάγκη; Το βάρος του χρόνου». Μονολογεί σχεδόν, με έμφαση, ότι οι εποχές που διανύουμε έχουν ανάγκη «συνθέτες και όχι καθοδηγητές». Από ανθρώπους, δηλαδή, «που θα συνθέτουν τα ανόμοια και αντίθετα μεταξύ τους».
Δεν έχουμε απομακρυνθεί από το θέμα της κρίσης. Σταθμίζει τις αλλαγές στη ζωή μας: «Σκεφτόμαστε περισσότερο. Φοβόμαστε περισσότερο, βλέπουμε άσχημα όνειρα, ερχόμαστε πιο κοντά στους δικούς μας. Αν δεν υπήρχε η οικογένεια θα είχαμε διαλυθεί ήδη. Η οικογένεια θα μας βοηθήσει να τα βγάλουμε πέρα μαζί με τα προϊόντα της ελληνικής γης».
– Η ζωή μας άλλαξε με την κρίση. Τα τραγούδια μας;
– Τα τραγούδια μας έχουν καεί πλέον. Τώρα που δουλεύω στο θέατρο βλέπω τη διαφορά ανάμεσα στην τέχνη μου και στην τέχνη του θεάτρου. Προηγήθηκαν χρόνια ασκητικά στο θέατρο και στον χορό. Είναι οι δύο τέχνες που τώρα έχουν φύγει μπροστά. Πού οφείλεται; Οτι για πολλά χρόνια οι άνθρωποι δούλεψαν χωρίς να περιμένουν χρήματα. Χρειάστηκε σιδερένια πειθαρχία για να το επιτύχουν. Στο τραγούδι έπεσαν πολλά, απίστευτα, λεφτά. Εγινε βιομηχανία.
– Δεν είστε μέρος της;
– Ναι, βέβαια. Είχα πάντοτε τη φιλοδοξία να αλλάξω τα πράγματα από τα μέσα. Ανήκω σε εκείνο το είδος των παλαιών αριστερών.
– Αλλάζουν τα πράγματα «από μέσα»;
– Αλλάζουν... Υπάρχει μια τάξη πραγμάτων μέσα στο μυαλό μας. Η τέχνη έρχεται να αλλάξει την τάξη των πραγμάτων μέσα στο μυαλό σου και τότε αρχίζει να αλλάζει και έξω από σένα. Αλλά αυτό θέλει αφοσίωση και χρόνο.
– Στην κρίση δεν υπάρχει χρόνος…
– Ομως συντελείται μέσα μας αργά μια αλλαγή. Είμαστε μακριά ακόμη από το να φτάσουμε στην ταπείνωση, δηλαδή στην ικανότητα να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον, να κοιταχτούμε στα μάτια και να σκεφτούμε πώς θα προχωρήσουμε από εδώ και πέρα. Εμείς πρέπει να το κάνουμε, τα κόμματα δεν έχουν τέτοιο σχέδιο. Οι επιστημονικοί σύλλογοι, η Ακαδημία Αθηνών, δεν έχουν τέτοιο σχέδιο. Οι πλούσιοι, το κεφάλαιο, δεν έχουν τέτοιο σχέδιο. Επομένως, πρέπει εμείς να εκπονήσουμε ένα σχέδιο ανόρθωσης. Αυτό χρειάζεται.
«Ο πραγματικός αντίπαλος του φασισμού είναι ο πολιτισμός»
Σ’ ένα από τα διπλανά τραπέζια μια παρέα θορυβώδης, με εμφανή σημάδια κατανάλωσης, άλλων εποχών. Συζητάμε για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή στις καλοκαιρινές συναυλίες δημοφιλών τραγουδιστών. Ο Διονύσης Σαββόπουλος περιγράφει «το τρίπτυχο του αγριορωμιού: η καψούρα και τα τραγούδια της, η περηφάνια για τα 3.000 χρόνια πολιτισμού όταν οι άλλοι ήταν στα δέντρα και, το τρίτο, “είμαστε υπερήφανοι εμείς δεν πληρώνουμε φόρους”! Εάν τα λεφτά αποκτήθηκαν και ξοδεύονται νομίμως (με αποδείξεις) δεν με πειράζει. Μπορεί να μη μου ταιριάζει, αλλά δεν με πειράζει». «Εσείς ζητάτε απόδειξη;», ρωτάω. «Ναι, τη ζητάω», απαντάει λιτά και κοφτά.
– «Ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό». Η Ελλάδα και ο υπόλοιπος κόσμος. Ισχύει ακόμη φοβάμαι.
– Ε, καλά. Στους στίχους μερικές φορές γίνεσαι απόλυτος και εξαρτάται και σε ποια συγκυρία. Αν, αυτή τη στιγμή βρεθούμε εκτός Ευρώπης, θα γίνουμε κράτος απόστημα και θα φάμε ο ένας τον άλλον. Η Ελλάδα έχει μια μοναχικότητα. Επειδή εγώ έχω, επηρεασμένος και από τους παλιούς μου δασκάλους, έναν ελληνοκεντρισμό, μου είναι απαραίτητο να εξακτινιστεί το ενδιαφέρον μου προς την οικουμένη. Ανήκω στη σχολή που το ένα πόδι είναι στην παράδοση και το άλλο στον σύγχρονο βίο.
– Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι «μια ατέλειωτη παράγκα;»
– Είναι μια ατέλειωτη παράγκα, μάλιστα, κυρία μου, αλλά ταυτόχρονα είναι και το ψαράκι που τρως δίπλα στη θάλασσα. Πού αλλού το βρίσκεις αυτό; Παίξαμε στην Ηλεία, στο πουθενά, καμιά πόλη δεν είναι κοντά, τριγύρω χωριά, τίγκαρε το αρχαίο θέατρο. Ξεφώνισαν μάλιστα και κάποιους πολιτικούς...
– Εχουν δίκιο;
– Κάθε λαός έχει μέσα του μια πλευρά αρχοντική και μια πλευρά φτηνιάρικη. Ετσι είμαστε οι άνθρωποι και οι λαοί. Ο πολιτικός, ο δημοσιογράφος, ο τραγουδοποιός, ο διανοούμενος, καλούνται να ενσαρκώσουν μία από τις δύο πλευρές κάθε φορά. Οι δικοί μας διάλεξαν τη φτηνιάρικη και εμείς ακολουθούσαμε, γιατί μας βόλευε έτσι. Δίπλα στην καταγγελία πρέπει να υπάρξει και κάτι που λέγεται εσωτερικός στοχασμός, ενδοσκόπηση.
– Ποιοι πολιτικοί το είχαν αυτό;
– Σε όλα τα κόμματα υπήρξαν πολιτικοί ενδιαφέροντες. Ας πούμε η Αριστερά είχε τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, το ΠΑΣΟΚ είχε και έχει τον Γιαννίτση, η Δεξιά τον Στέφανο Μάνο, τον καθηγητή Πεσμαζόγλου… Ναι, αλλά του κόσμου δεν του άρεσαν αυτοί. Προτιμούσε κάτι άλλους...
– Μήπως είχε εκπαιδευτεί να προτιμάει τους άλλους;
– Ως ένα σημείο μπορώ να το δεχτώ αυτό. Οι κάρτες στις τράπεζες, οι επιδοτήσεις που εξανεμίζονται… Είναι δύσκολο το άτομο να αντισταθεί σε αυτό, όχι όμως ότι δεν μπορεί. Οι μπαμπάδες και οι μαμάδες μας έλεγαν να μη χρωστάμε, να είμαστε νοικοκυρεμένοι. Η ανατροφή μας περιέχει την αντίσταση. Πολύ εύκολα την παραμερίσαμε.
– Πολλοί παραδόθηκαν σε μια ζωή που δεν τους αναλογούσε. Πάνω από τις δυνατότητές τους. Εσείς το κάνατε;
– Μάλιστα. Σε όλες τις χώρες, βέβαια, κάθε γενιά ζει λίγο καλύτερα από την προηγούμενη. Σ’ εμάς συνέβη πολύ περισσότερο. Η διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που ζούσαν οι μπαμπάδες μας και στον τρόπο που ζούσαμε εμείς είναι αβυσσαλέα. Διότι ο μικροαστός και συμπαθής μας γείτων πήγαινε με διακοποδάνειο στο Μπαλί… Η απόσταση, σε σχέση με τη ζωή του πατέρα του είναι τρομακτική. Παραδέχομαι, όμως, ότι δεν ήταν εύκολο να μην παρασυρθεί.
– «Τον λόγο τους αντανακλά σαν κάτοπτρο το πλήθος». Μου φαίνεται ότι αναπροσαρμοσμένος ο στίχος σας είναι και μια ερμηνεία για την άνοδο της Χρυσής Αυγής.
– Ο πραγματικός αντίπαλος της βαρβαρότητας και του φασισμού είναι ο πολιτισμός. Δεν είναι μόνον οι νόμοι και οι θεσμοί. Πολλές συμπεριφορές πολιτικών, κομμάτων, συνδικαλιστών περιείχαν όλα αυτά τα χρόνια στοιχεία άξεστα και μισαλλοδοξίας. Λόγω της κρίσης, επίσης, έχει περιοριστεί ο πολιτικά μεσαίος χώρος που κάποτε ήταν τόσο ευρύς που χωρούσε δύο μεγάλα κόμματα, μια Κεντροδεξιά και μια Κεντροαριστερά.
– «Ερχεται η στιγμή ν’ αποφασίσουμε με ποιους θα πάμε και ποιους θ’ αφήσουμε...». Εχετε αποφασίσει;
– Είμαι σίγουρος ότι δεν εννοείτε τον Σαμαρά και τον Τσίπρα, αλλά κάτι πιο στέρεο. Εγώ διάλεξα την πατρίδα, την οικογένεια και την πίστη. Και την ελληνική τέχνη. Από τον Σολωμό μέχρι τον Τσιτσάνη και τους νεότερους, η ελληνική τέχνη αποδεικνύεται μία από τις ελάχιστες σταθερές του τόπου μας.
– «Ζούσαμε μέσα σε ένα όνειρο που έτριζε σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας;»
– Εκείνο το τραγούδι αναφερόταν στην αποστεωμένη παράδοση. Γι’ αυτό τόνιζε την ανάγκη να δούμε τα παιδιά μας κατάματα, την αγάπη και την ελευθερία της δημιουργίας, ακόμα κι όταν αυτή είναι αμήχανη. Τώρα, το όνειρο που τρίζει, έγινε εφιάλτης. Εκτός Ελλάδος, η φούσκα ήταν αλλού των ακινήτων, αλλού των τραπεζών. Σ’ εμάς, η φούσκα ήταν αυτό τούτο το κράτος. Θέλουμε ένα άλλο κράτος, δηλαδή, έναν άλλον κοινό νου.
Η συνάντηση
Με τον Διονύση Σαββόπουλο συναντηθήκαμε στη Λυκόβρυση και φάγαμε στο διπλανό εστιατόριο («Κολωνάκι Tops») δύο νοστιμότατες μερίδες κολοκυθάκια γεμιστά αυγολέμονο. Ηταν μάλιστα τόσο επιτυχημένα που ο Δ. Σαββόπουλος τα σύγκρινε με της γυναίκας του, Ασπας, την οποία θεωρεί εξαιρετική μαγείρισσα. Το γεύμα συνοδεύτηκε από δύο μπίρες (αφιέρωσε χρόνο για να εξηγήσει στην κοπέλα που σέρβιρε πώς μπορεί να παγώσει ένα ποτήρι καλύτερα στην κατάψυξη), ένα αναψυκτικό και έναν εσπρέσο. Η σειρά που ακολουθήσαμε ήταν από το τέλος προς την αρχή. Σύνολο: 36 ευρώ.
Oι σταθμοί του
1944
Γεννιέται στη Θεσσαλονίκη
1966
Κυκλοφορεί ο πρώτος του δίσκος «Το φορτηγό» που τον κάνει δημοφιλή στο ευρύ κοινό (ήδη είχε προκαλέσει αίσθηση με τη «Συννεφούλα», «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη», κι άλλα 45άρια)
1967
Φυλακίζεται και βασανίζεται από τη χούντα, στα κρατητήρια Μπουμπουλίνας.
1969
«Το περιβόλι του τρελού» γνωρίζει διεθνή επιτυχία.
1976
Κερδίζει το βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για το «Happy day» του Βούλγαρη. Αρνείται να το παραλάβει.
1983
Σεπτέμβριος. Γιορτάζει την 20ή επέτειο της καριέρας του με συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο που παρακολουθούν 80.000 θεατές.
1986
Παρουσιάζει στη δημόσια τηλεόραση την εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
1989
Κυκλοφορεί «Το κούρεμα» («Μην περιμένετε αστειάκια», «Εμείς του ’60», «Κωλοέλληνες» κ.ά.) που προκαλεί θύελλα αντιδράσεων.
2013
Ιούλιος. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη.
Της Μαριας Κατσουνακη-Καθημερινή
Σε ρόλο αφηγητή, μιλάει από την καρδιά του
για τους Έλληνες, την κρίση, το αύριο.
«Καθόταν με την πλάτη του κολλημένη στον τοίχο, χρόνια ολόκληρα, ο Γιώργος Κούνδουρος, και έτρωγε μια μακαρονάδα άσπρη, χωρίς σάλτσα. Εδώ, κάτω από τη λέξη Λυκόβρυση...», λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος και δείχνει τη θέση σ’ ένα ακριανό τραπέζι. «Αφού ο Απόστολος, το γκαρσόνι, τον ήξερε και μόλις τον έβλεπε του πήγαινε μια μακαρονάδα άσπρη. Μια φορά άλλαξε. “Οχι”, λέει, “θα πάρω μπιφτέκι”. Περνούσε, λοιπόν, ο κυρ Γιάννης Τσαρούχης και αφηρημένος δεν τον είδε. Διαμαρτυρήθηκε ο Γιώργος και ο Τσαρούχης ετοιμόλογος πάντα του απάντησε “με συγχωρείς, δεν σε γνώρισα με το μπιφτέκι!”». Η συνάντηση με τον Διονύση Σαββόπουλο ξεκίνησε εύθυμα, με τον δημιουργό στον αγαπημένο του ρόλο: του αφηγητή.
Είναι μεσημέρι Αυγούστου, η πλατεία Κολωνακίου έχει ελάχιστη κίνηση, η Αθήνα μισοάδεια. Ηρθε στο ραντεβού μας φορτσάτος από την Αναγνωστοπούλου, απολογούμενος για την καθυστέρηση. Η περιοδεία του
αριστοφανικού «Πλούτου», τον οποίο μετέφρασε, σκηνοθέτησε και στον οποίο εμφανίζεται, ανά την Ελλάδα, (μετά την πρεμιέρα στην Επίδαυρο τον Ιούλιο, η αποχαιρετιστήρια παράσταση θα δοθεί στο Ηρώδειο, Σάββατο 5 Οκτωβρίου), έχει επιβαρύνει πολύ την καθημερινότητά του, πολλαπλασιάζοντας την κούραση.
Η άτυπη συζήτηση αφορούσε τα παλιά στέκια της Αθήνας, όπως ήταν η Λυκόβρυση, στον χρόνο που κυλάει, πλέον, αλλιώς. «Σίγουρα, η δική μας γενιά είχε περισσότερο χρόνο ποιότητας. Εμείς, ό,τι μάθαμε να μιλάμε, το μάθαμε στο καφενείο, είτε ως φοιτητές είτε ως εργένηδες. Οι αρχηγοί αυτών των στεκιών, ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, οι Κουνδουραίοι, ο Κατσίμπαλης, επειδή έμειναν εργένηδες σε όλη τους τη ζωή, τράβηξαν 40 χρόνια καφενείο, σε αντίθεση με εμάς που ό,τι καφενείο κάναμε, κάναμε, μετά παντρευτήκαμε και αυτά κόπηκαν. Εκείνοι είχαν γίνει πρυτάνεις, δεν τους έπιανες με τίποτα!».
Το γεύμα άρχισε αντίστροφα. Με έναν εσπρέσο και κουβέντα γύρω από τον «Πλούτο» του, την κριτική που άσκησε μέσω της παράστασης (και ενόχλησε ορισμένους) στην ελληνική φούσκα, την εικόνα που έχει για το κοινό περιοδεύοντας στα θέατρα της επαρχίας.
– Η κρίση έχει δημιουργήσει ένα άλλο κοινό, με άλλες ανάγκες και απαιτήσεις;
– Σε γενικές γραμμές είναι μικρότερο ποσοτικά. Διότι, ναι μεν έπεσαν οι τιμές, ο κόσμος, όμως, δυσκολεύεται. Εγώ, δεν έχω παράπονο. Παίζουμε μέσα σε άκρα σιωπή. Είναι κόσμος γλυκός. Τα γέλια είναι χαρμόσυνα, το χειροκρότημα στο τέλος πάρα πολύ ανακουφιστικό, διότι ποτέ δεν ξέρει ο καλλιτέχνης αν αυτό που έκανε είναι καλό ή πόσο καλό είναι. Το χειροκρότημα είναι ο καλός λόγος. Και δόξα τω Θεώ τον έχουμε. Είναι μια συντηρητική παράσταση αυτό που κάνουμε. Ο Αριστοφάνης είναι πάνω απ’ όλα ένας μεγάλος ποιητής. Μετέφρασα 1.200 στίχους. Eχει χοντράδες, βωμολοχίες, ναι, αλλά μέσα σε μια μαγεία που μόνο ένας μεγάλος ποιητής μπορεί να επιτύχει. Παίζουν εδώ και χρόνια τον Αριστοφάνη στη χώρα μας σαν να είναι επιθεώρηση. Καλαμπούρια, όλοι γελάνε, νομίζουν ότι κατάλαβαν, δεν κατάλαβαν τίποτα. Eχω την τεχνική και την πείρα να πάρω έναν Αριστοφάνη και να τον κάνω ξεκαρδιστικό, να ικανοποιεί και την αδικία που υφιστάμεθα. Oχι. Hθελα να κάνω το έργο. Eβαλα φρένο στον εαυτό μου. Βέβαια, μερικές επικαιροποιήσεις είναι αναπόφευκτες.
– Oπως: «Ποιος θέλει στο πάρτι να ακούει τα δυσάρεστα;».
– Υπάρχει ένα κοινό που καταλαβαίνει το λάθος και που μέσα στο πλαίσιο μιας θεατρικής παράστασης αυτοσαρκάζεται.
Αυτοσαρκασμός
– Από τον αυτοσαρκασμό εξαιρείτε τον εαυτό σας ή όχι;
– Oχι, δεν τον εξαιρώ. Ακούγονται μάλιστα και μερικά πράγματα εις βάρος μου. Που πάλι ξέρετε, δεν είναι ξεκάρφωτα. Υπάρχει αναφορά στο κείμενο. Λέει για κάποιον, δεν θυμάμαι το όνομά του, ότι το γύρισε στα παραμύθια γιατί δεν έχει πια έμπνευση. Eβαλα τον εαυτό μου και χαίρομαι που γελάνε.
– Νιώθετε ότι εξαντλείστε;
– Μάλιστα. Κοιτάξτε. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: τη δουλειά την ξέρω. Eχω μεγάλη πείρα. Αν καθίσουμε, τώρα, μπορώ να γράψω ένα τραγούδι. Δεν γράφω γιατί δεν θα είναι από την καρδιά μου, θα είναι από αυτά που ξέρω. Αλλά εγώ δεν έγραφα ποτέ από αυτό που ήξερα. Eγραφα πάντα από αυτό που δεν ήξερα. Ψάρευα στο άγνωστο. Αυτή τη στιγμή δεν μου χρειάζεται. Αντιθέτως, μου αρέσει πάρα πολύ να παίζω. Και μάλιστα παίζω καλύτερα τώρα που έχει σωπάσει μέσα μου ο συνθέτης που κάθε τόσο επενέβαινε και μου έλεγε «δεν το λες καλά, θέλει πιο πάνω, σου ’φυγε!» Εσκασε αυτός και παίζω καλύτερα τώρα.
Τα τραγούδια μας έχουν καεί
«Σας έχω πει μια ιστορία που μου συνέβαινε όταν ήμουν παιδί;», ρωτάει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Εχει ήδη τελειώσει τον καφέ και παραγγέλνει μια παγωμένη μπίρα. «Οι γονείς μου με έβαζαν να κοιμηθώ σ’ ένα κρεβατάκι στο δωμάτιό τους. Ενα μπλε, το θυμάμαι ακόμα. Ξυπνούσα νωρίτερα, μου είχαν απαγορεύσει να σηκώνομαι. Για να περάσει αυτός ο αβάσταχτος χρόνος άρχισα να μουρμουρίζω τραγουδάκια. Με κάποιον περίεργο τρόπο αυτό συνεχίζεται... Μέχρι πρότινος... Δεν έγραφα αν δεν ένιωθα την ανάγκη. Δηλαδή, ποια ανάγκη; Το βάρος του χρόνου». Μονολογεί σχεδόν, με έμφαση, ότι οι εποχές που διανύουμε έχουν ανάγκη «συνθέτες και όχι καθοδηγητές». Από ανθρώπους, δηλαδή, «που θα συνθέτουν τα ανόμοια και αντίθετα μεταξύ τους».
Δεν έχουμε απομακρυνθεί από το θέμα της κρίσης. Σταθμίζει τις αλλαγές στη ζωή μας: «Σκεφτόμαστε περισσότερο. Φοβόμαστε περισσότερο, βλέπουμε άσχημα όνειρα, ερχόμαστε πιο κοντά στους δικούς μας. Αν δεν υπήρχε η οικογένεια θα είχαμε διαλυθεί ήδη. Η οικογένεια θα μας βοηθήσει να τα βγάλουμε πέρα μαζί με τα προϊόντα της ελληνικής γης».
– Η ζωή μας άλλαξε με την κρίση. Τα τραγούδια μας;
– Τα τραγούδια μας έχουν καεί πλέον. Τώρα που δουλεύω στο θέατρο βλέπω τη διαφορά ανάμεσα στην τέχνη μου και στην τέχνη του θεάτρου. Προηγήθηκαν χρόνια ασκητικά στο θέατρο και στον χορό. Είναι οι δύο τέχνες που τώρα έχουν φύγει μπροστά. Πού οφείλεται; Οτι για πολλά χρόνια οι άνθρωποι δούλεψαν χωρίς να περιμένουν χρήματα. Χρειάστηκε σιδερένια πειθαρχία για να το επιτύχουν. Στο τραγούδι έπεσαν πολλά, απίστευτα, λεφτά. Εγινε βιομηχανία.
– Δεν είστε μέρος της;
– Ναι, βέβαια. Είχα πάντοτε τη φιλοδοξία να αλλάξω τα πράγματα από τα μέσα. Ανήκω σε εκείνο το είδος των παλαιών αριστερών.
– Αλλάζουν τα πράγματα «από μέσα»;
– Αλλάζουν... Υπάρχει μια τάξη πραγμάτων μέσα στο μυαλό μας. Η τέχνη έρχεται να αλλάξει την τάξη των πραγμάτων μέσα στο μυαλό σου και τότε αρχίζει να αλλάζει και έξω από σένα. Αλλά αυτό θέλει αφοσίωση και χρόνο.
– Στην κρίση δεν υπάρχει χρόνος…
– Ομως συντελείται μέσα μας αργά μια αλλαγή. Είμαστε μακριά ακόμη από το να φτάσουμε στην ταπείνωση, δηλαδή στην ικανότητα να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον, να κοιταχτούμε στα μάτια και να σκεφτούμε πώς θα προχωρήσουμε από εδώ και πέρα. Εμείς πρέπει να το κάνουμε, τα κόμματα δεν έχουν τέτοιο σχέδιο. Οι επιστημονικοί σύλλογοι, η Ακαδημία Αθηνών, δεν έχουν τέτοιο σχέδιο. Οι πλούσιοι, το κεφάλαιο, δεν έχουν τέτοιο σχέδιο. Επομένως, πρέπει εμείς να εκπονήσουμε ένα σχέδιο ανόρθωσης. Αυτό χρειάζεται.
«Ο πραγματικός αντίπαλος του φασισμού είναι ο πολιτισμός»
Σ’ ένα από τα διπλανά τραπέζια μια παρέα θορυβώδης, με εμφανή σημάδια κατανάλωσης, άλλων εποχών. Συζητάμε για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή στις καλοκαιρινές συναυλίες δημοφιλών τραγουδιστών. Ο Διονύσης Σαββόπουλος περιγράφει «το τρίπτυχο του αγριορωμιού: η καψούρα και τα τραγούδια της, η περηφάνια για τα 3.000 χρόνια πολιτισμού όταν οι άλλοι ήταν στα δέντρα και, το τρίτο, “είμαστε υπερήφανοι εμείς δεν πληρώνουμε φόρους”! Εάν τα λεφτά αποκτήθηκαν και ξοδεύονται νομίμως (με αποδείξεις) δεν με πειράζει. Μπορεί να μη μου ταιριάζει, αλλά δεν με πειράζει». «Εσείς ζητάτε απόδειξη;», ρωτάω. «Ναι, τη ζητάω», απαντάει λιτά και κοφτά.
– «Ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό». Η Ελλάδα και ο υπόλοιπος κόσμος. Ισχύει ακόμη φοβάμαι.
– Ε, καλά. Στους στίχους μερικές φορές γίνεσαι απόλυτος και εξαρτάται και σε ποια συγκυρία. Αν, αυτή τη στιγμή βρεθούμε εκτός Ευρώπης, θα γίνουμε κράτος απόστημα και θα φάμε ο ένας τον άλλον. Η Ελλάδα έχει μια μοναχικότητα. Επειδή εγώ έχω, επηρεασμένος και από τους παλιούς μου δασκάλους, έναν ελληνοκεντρισμό, μου είναι απαραίτητο να εξακτινιστεί το ενδιαφέρον μου προς την οικουμένη. Ανήκω στη σχολή που το ένα πόδι είναι στην παράδοση και το άλλο στον σύγχρονο βίο.
– Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι «μια ατέλειωτη παράγκα;»
– Είναι μια ατέλειωτη παράγκα, μάλιστα, κυρία μου, αλλά ταυτόχρονα είναι και το ψαράκι που τρως δίπλα στη θάλασσα. Πού αλλού το βρίσκεις αυτό; Παίξαμε στην Ηλεία, στο πουθενά, καμιά πόλη δεν είναι κοντά, τριγύρω χωριά, τίγκαρε το αρχαίο θέατρο. Ξεφώνισαν μάλιστα και κάποιους πολιτικούς...
– Εχουν δίκιο;
– Κάθε λαός έχει μέσα του μια πλευρά αρχοντική και μια πλευρά φτηνιάρικη. Ετσι είμαστε οι άνθρωποι και οι λαοί. Ο πολιτικός, ο δημοσιογράφος, ο τραγουδοποιός, ο διανοούμενος, καλούνται να ενσαρκώσουν μία από τις δύο πλευρές κάθε φορά. Οι δικοί μας διάλεξαν τη φτηνιάρικη και εμείς ακολουθούσαμε, γιατί μας βόλευε έτσι. Δίπλα στην καταγγελία πρέπει να υπάρξει και κάτι που λέγεται εσωτερικός στοχασμός, ενδοσκόπηση.
– Ποιοι πολιτικοί το είχαν αυτό;
– Σε όλα τα κόμματα υπήρξαν πολιτικοί ενδιαφέροντες. Ας πούμε η Αριστερά είχε τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, το ΠΑΣΟΚ είχε και έχει τον Γιαννίτση, η Δεξιά τον Στέφανο Μάνο, τον καθηγητή Πεσμαζόγλου… Ναι, αλλά του κόσμου δεν του άρεσαν αυτοί. Προτιμούσε κάτι άλλους...
– Μήπως είχε εκπαιδευτεί να προτιμάει τους άλλους;
– Ως ένα σημείο μπορώ να το δεχτώ αυτό. Οι κάρτες στις τράπεζες, οι επιδοτήσεις που εξανεμίζονται… Είναι δύσκολο το άτομο να αντισταθεί σε αυτό, όχι όμως ότι δεν μπορεί. Οι μπαμπάδες και οι μαμάδες μας έλεγαν να μη χρωστάμε, να είμαστε νοικοκυρεμένοι. Η ανατροφή μας περιέχει την αντίσταση. Πολύ εύκολα την παραμερίσαμε.
– Πολλοί παραδόθηκαν σε μια ζωή που δεν τους αναλογούσε. Πάνω από τις δυνατότητές τους. Εσείς το κάνατε;
– Μάλιστα. Σε όλες τις χώρες, βέβαια, κάθε γενιά ζει λίγο καλύτερα από την προηγούμενη. Σ’ εμάς συνέβη πολύ περισσότερο. Η διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που ζούσαν οι μπαμπάδες μας και στον τρόπο που ζούσαμε εμείς είναι αβυσσαλέα. Διότι ο μικροαστός και συμπαθής μας γείτων πήγαινε με διακοποδάνειο στο Μπαλί… Η απόσταση, σε σχέση με τη ζωή του πατέρα του είναι τρομακτική. Παραδέχομαι, όμως, ότι δεν ήταν εύκολο να μην παρασυρθεί.
– «Τον λόγο τους αντανακλά σαν κάτοπτρο το πλήθος». Μου φαίνεται ότι αναπροσαρμοσμένος ο στίχος σας είναι και μια ερμηνεία για την άνοδο της Χρυσής Αυγής.
– Ο πραγματικός αντίπαλος της βαρβαρότητας και του φασισμού είναι ο πολιτισμός. Δεν είναι μόνον οι νόμοι και οι θεσμοί. Πολλές συμπεριφορές πολιτικών, κομμάτων, συνδικαλιστών περιείχαν όλα αυτά τα χρόνια στοιχεία άξεστα και μισαλλοδοξίας. Λόγω της κρίσης, επίσης, έχει περιοριστεί ο πολιτικά μεσαίος χώρος που κάποτε ήταν τόσο ευρύς που χωρούσε δύο μεγάλα κόμματα, μια Κεντροδεξιά και μια Κεντροαριστερά.
– «Ερχεται η στιγμή ν’ αποφασίσουμε με ποιους θα πάμε και ποιους θ’ αφήσουμε...». Εχετε αποφασίσει;
– Είμαι σίγουρος ότι δεν εννοείτε τον Σαμαρά και τον Τσίπρα, αλλά κάτι πιο στέρεο. Εγώ διάλεξα την πατρίδα, την οικογένεια και την πίστη. Και την ελληνική τέχνη. Από τον Σολωμό μέχρι τον Τσιτσάνη και τους νεότερους, η ελληνική τέχνη αποδεικνύεται μία από τις ελάχιστες σταθερές του τόπου μας.
– «Ζούσαμε μέσα σε ένα όνειρο που έτριζε σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας;»
– Εκείνο το τραγούδι αναφερόταν στην αποστεωμένη παράδοση. Γι’ αυτό τόνιζε την ανάγκη να δούμε τα παιδιά μας κατάματα, την αγάπη και την ελευθερία της δημιουργίας, ακόμα κι όταν αυτή είναι αμήχανη. Τώρα, το όνειρο που τρίζει, έγινε εφιάλτης. Εκτός Ελλάδος, η φούσκα ήταν αλλού των ακινήτων, αλλού των τραπεζών. Σ’ εμάς, η φούσκα ήταν αυτό τούτο το κράτος. Θέλουμε ένα άλλο κράτος, δηλαδή, έναν άλλον κοινό νου.
Η συνάντηση
Με τον Διονύση Σαββόπουλο συναντηθήκαμε στη Λυκόβρυση και φάγαμε στο διπλανό εστιατόριο («Κολωνάκι Tops») δύο νοστιμότατες μερίδες κολοκυθάκια γεμιστά αυγολέμονο. Ηταν μάλιστα τόσο επιτυχημένα που ο Δ. Σαββόπουλος τα σύγκρινε με της γυναίκας του, Ασπας, την οποία θεωρεί εξαιρετική μαγείρισσα. Το γεύμα συνοδεύτηκε από δύο μπίρες (αφιέρωσε χρόνο για να εξηγήσει στην κοπέλα που σέρβιρε πώς μπορεί να παγώσει ένα ποτήρι καλύτερα στην κατάψυξη), ένα αναψυκτικό και έναν εσπρέσο. Η σειρά που ακολουθήσαμε ήταν από το τέλος προς την αρχή. Σύνολο: 36 ευρώ.
Oι σταθμοί του
1944
Γεννιέται στη Θεσσαλονίκη
1966
Κυκλοφορεί ο πρώτος του δίσκος «Το φορτηγό» που τον κάνει δημοφιλή στο ευρύ κοινό (ήδη είχε προκαλέσει αίσθηση με τη «Συννεφούλα», «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη», κι άλλα 45άρια)
1967
Φυλακίζεται και βασανίζεται από τη χούντα, στα κρατητήρια Μπουμπουλίνας.
1969
«Το περιβόλι του τρελού» γνωρίζει διεθνή επιτυχία.
1976
Κερδίζει το βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για το «Happy day» του Βούλγαρη. Αρνείται να το παραλάβει.
1983
Σεπτέμβριος. Γιορτάζει την 20ή επέτειο της καριέρας του με συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο που παρακολουθούν 80.000 θεατές.
1986
Παρουσιάζει στη δημόσια τηλεόραση την εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
1989
Κυκλοφορεί «Το κούρεμα» («Μην περιμένετε αστειάκια», «Εμείς του ’60», «Κωλοέλληνες» κ.ά.) που προκαλεί θύελλα αντιδράσεων.
2013
Ιούλιος. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη.
Της Μαριας Κατσουνακη-Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.