Τον Αύγουστο του 1953 ολοκληρώθηκαν στο Λονδίνο οι διαπραγματεύσεις για την ρύθμιση των χρεών της νεοσύστατης Ομοσπονδιακής Γερμανικής Δημοκρατίας και υπογράφηκαν οι σχετικές διεθνείς συμφωνίες . Το μεγαλύτερο μέρος των χρεών είχε άμεση ή έμμεση σχέση με το κόστος που φόρτωσαν την Γερμανία ο πρώτος και δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Την συμφωνία ρύθμισης υπέγραψαν όλα σχεδόν τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης τα οποία, λίγα χρόνια αργότερα, αποτέλεσαν τον πυρήνα της διαδικασίας για την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θυμίζουμε ότι τις υπογραφές τους στην συμφωνία έβαλαν η Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Δανία, η Γαλλία, η Βρετανία, η Ελλάδα, το Ιράν, η Ιρλανδία, Ιταλία, Λίχνενσταϊν, το Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Νότια Αφρική, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και η Γιουγκοσλαβία και άλλες χώρες που είχαν ζημιωθεί από τις γερμανικές πολεμικές δυνάμεις. Εκτός συμφωνίας έμειναν οι χώρες του τότε Ανατολικού μπλοκ . Ένα μεγάλο μέρος των χρεών που
ρυθμίστηκαν με ευνοϊκούς όρους αφορούσαν δάνεια που η Γερμανική κυβέρνηση είχε συνάψει για να χρηματοδοτήσει τις πολεμικές αποζημιώσεις της.
Η συμφωνία εκείνη έχει τεράστια πολιτική σημασία, με ιστορικές διαστάσεις. Κατά την άποψή μου, ίσως η σημασία της να συγκρίνεται με τις συμφωνίες της Βιέννης του 1815 που καθόρισαν την λογική και τα πλαίσια της διεθνούς λειτουργίας των πολιτισμένων κοινωνιών με βάση τα εθνικών κράτη τους. Κατά λογική αναλογία, οι συμφωνίες του Λονδίνου, χτίζοντας πάνω στις δραματικές πανανθρώπινες εμπειρίες δύο καταστροφικών παγκόσμιων πολέμων, έθεσαν σιωπηρά του κανόνες λειτουργίας της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κοινωνίας πάνω σε μια θεμελιώδη ανθρωπιστική παραδοχή: Κανένας πόλεμος δεν δικαιολογεί την διαχρονική καταδίκη ενός λαού σε αιώνιο εξανδραποδισμό. Ακόμη και είναι ο κύριος αίτιος του πολέμου. Η Γερμανία είχε την ευθύνη για δύο αιματηρούς πολέμους, αλλά αυτό δεν έπρεπε να καταλήξει στην αιώνια πληρωμή των συνεπειών από δικαίους και αδίκους για τους αιώνες που έρχονταν. Μέλημα των νικητών ήταν να επανεντάξουν τον Γερμανικό λαό στην ανθρωπιστική νομιμότητα και να τον προστατεύσουν από την επέλευση λαϊκίστικων ή μιλιταριστικών ηγεσιών που θα έσερναν ξανά στην καταστροφική λογική της ρεβάνς.
Μελετώντας σήμερα την πολιτισμική σημασία (πολύ ευρύτερη της πολιτικής) της λύσης που επελέγη από τους νικητές, αξίζει να θαυμάσουμε την διορατικότητα και τον ανθρωπισμό που την διακρίνει. Αξίζει επίσης να επισημάνουμε και μια έμμεση συμβολή στην κατανόηση της ιστορικής ανθρώπινης κατάστασης. Η λύση μας βοηθά να καταλάβουμε καλλίτερα την έννοια της παραγραφής ως στοιχείο του πολιτισμού, την πραγματική σημασία της πολιτικής λήθης και την διάκριση αμφότερων από την έννοια της ιστορικής μνήμης.
Η παραγραφή είναι πολιτισμική κατάκτηση του Ρωμαϊκού πραγματισμού. Δίνει την ευκαιρία στον πολιτισμένο άνθρωπο να ξεπεράσει το επίπεδο του φανατισμού της παράδοσης που χαρακτηρίζει τις πρωτόγονες κοινωνίες. Η επιβίωση του φανατισμού αυτού στις μέρες μας βρίσκεται στις συμπεριφορές που σχετίζονται με την πρακτική και την σκέψη της βεντέτας και του διαχρονικού ρεβανσισμού. Είναι φανερό ότι μια ελεύθερη κοινωνία χρειάζεται κατά διαστήματα να σβένει τις εκκρεμείς ενοχές του παρελθόντος για να μπορεί ελεύθερα να προχωρεί προς το μέλλον. Κι εδώ που τα λέμε, καμία ενοχή δεν μπορεί επιβιώσει του θανάτου του πραγματικού ενόχου. Που στην προκείμενη περίπτωση σημαίνει, ότι μόνο μια ρατσιστική ηθική θα δικαιολογούσε να πληρώνουν όλοι οι Γερμανοί στον αιώνα τον άπαντα για τα κρίματα των προπατόρων τους που αιματοκύλισαν την ανθρωπότητα στους δύο παγκόσμιους πολέμους.
Η πολιτική λήθη είναι συγκεκριμένη έκφραση της παραγραφής σε γνήσιους πολιτικούς όρους. Με μια πρόσθετη διαφορά: Ότι προϋποθέτει ταυτόχρονη παραγραφή των λογαριασμών και από τις δύο πλευρές, δηλαδή των νικητών και των ηττημένων συνάμα. Η απόσταση που κράτησε η Ελληνική κομμουνιστογενής αριστερά από αυτήν την θεμελιώδη κατάκτηση του ανθρωπιστικού πολιτισμού, σε συνδυασμό με την μικρόκαρδη ερμηνεία που πρόσφερε η δεξιά στην μεταπολεμική ιστορία μας, πληρώνεται με καρκινική στρέβλωση του πολιτικού μας πολιτισμού μέχρι σήμερα. Γιατί πολιτική λήθη δεν απλή διακήρυξη πρόθεσης, ούτε κενή τελετουργία πίσω από την οποία μπορεί να κρύβονται άλλες ένοχες προθέσεις και σκοπιμότητες. Σημαίνει γνήσια εκκαθάριση της κοινωνικής μνήμης από το πάθος που ένας ιστορικά αποδεδειγμένα λαθεμένος αγώνας συσσωρεύει στη ψυχή του ηττημένου και του νικητή συνάμα. Ύστερα από εξήντα χρόνια διακηρυγμένης λήθης, υπάρχουν ακόμη σχηματισμοί της αριστεράς που μιλούν ως συνέχεια του εμφυλίου. Στην Ελλάδα, ως φαίνεται, η διακήρυξη δεν συνεπάγεται και συμμόρφωση.
Η Ιστορική μνήμη, τέλος, είναι το ασφαλιστήριο σύστημα που εγγυάται ότι η μνήμη της κοινωνίας, καθαρισμένη από μίση και πάθη, από κάθε είδους μεταφυσικούς δογματισμούς και ανορθολογικούς λογαριασμός, θα χρησιμεύσει ως βάση για την πολιτισμική μας πρόοδο. Διασφαλίζει ότι η εμπειρία του παρελθόντος γίνεται υλικό για ένα πιο σοφό μέλλον. Είναι εκείνη που θα καταστήσει λογικά αδύνατο την επανάληψη ενός «ολοκαυτώματος» ή μιας Χιροσίμα, για παράδειγμα. Γιαυτό, η ιστορική μνήμη είναι το απαύγασμα της ορθολογικής εμπειρίας που πρέπει να συλλέγεται με ικανή απόσταση από τα γεγονότα και να διαμορφώνεται σε κατανοητούς όρους από τους ιστορικούς και όχι από τυφλά συστήματα εξουσίας και από υστερόβουλες σκοπιμότητες.
Και ερχόμαστε τώρα στην αφορμή των παραπάνω σκέψεων και στην πηγή μιας βαθιάς ψυχικής εξέγερσης που με ώθησε να στοχαστώ και να γράψω τα όσα γράφω.
Όλον αυτόν τον ανθρωπιστικό πολιτισμό τον κατακρεούργησε κυριολεκτικά με μια πρόσφατη πολιτική του δήλωση ο ΣΥΡΙΖΑ και μαζί του θυσίασε ανενδοίαστα ένα εθνικό σύμβολο, τον Μανόλη Γλέζο, ρίχοντάς τον βορρά σε μια ψηφοθηρική οπορτουνιστική μικρόκαρδη σκοπιμότητα. Για μια φούχτα προβλεπομένων ψήφων πρόδωσε αρχές και σύμβολα προσθέτοντας έτσι ένα ακόμη ασύγγνωστο σφάλμα στην πολιτική παιδαγωγική της κοινωνίας μας.
Όχι η υποψηφιότητα του Γλέζου, αλλά η αιτιολόγησή της είναι εκείνη που έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ να αποδείχνεται πολιτική κίνηση που απευθύνεται σε ένα υποτιθέμενο εκλογικό σώμα κνώδαλων. Σε κνώδαλα απευθύνεται το «κόλπο» και όχι σε κοινωνία υπεύθυνων πολιτών. Ο συμβολισμός είναι φρικαλέος!
Ξέρω πως θ’ ακούσω τα εξ αμάξης από ορισμένους φανατικούς και περισσότερους παραπλανημένους, για τα όσα θα υποστηρίξω παρακάτω, αλλά είναι αδύνατο να καταπνίξω τη πίεση που αισθάνομαι μέσα μου να συνηγορήσω υπέρ μιας υπερήφανης πατρίδας. Ελπίζω στους νηφάλιους και ορθολογικούς συμπολίτες μου και όχι σε κνώδαλα που θα ηχήσουν με επιπόλαιες αντιδράσεις στο κόλπο. Συγκλονίζομαι, ταυτόχρονα, όταν βλέπω να εξευτελίζεται ένα από τα εναπομείναντα εν ζωή εθνικά μας σύμβολα, να γίνεται θυσία σε μια μικρόκαρδη λαϊκίστικη και οπορτουνιστική πολιτική. Θα δηλώσω εξ αρχής την τοποθέτησή μου απέναντι και στα δύο, την Πατρίδα και τον Μανόλη Γλέζο πριν εκτυλίξω την εξεγερμένη σκέψη μου για τα όσα παθαίνουν αυτές τις μέρες για χάρη μιας χούφτας ψήφων, για λάθος σκοπό.
Πιστεύω, λοιπόν, σε μια Πατρίδα αξιοπρεπή, μεγάθυμη και όρθια στα πόδια της ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη. Θέλω μια πατρίδα που θα πρωτοπορεί στον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό. Εξοργίζομαι με εκείνους που θέλουν μια πατρίδα ζήτουλα, αυθαίρετη, που κάθε φορά που τα κάνει μούσκεμα, ν’ ανασύρει αδίστακτα τα ιστορικά της κιτάπια για να δει ποιοι τάχα της χρωστούν. Να ζει με την παρηγοριά ότι τις πομπές της θα καλύψουν κάποιοι φανταστικοί χρεοφειλέτες, που τους θυμάται κάθε φορά που η ίδια γίνεται αναξιόπιστη στο παρόν και αναζητά αρχοντιά, που δεν την έχει τώρα, στο παρελθόν που κάποτε είχε από καταβολής κόσμου. Αυτά για να ξεκαθαρίσω την οπτική γωνία από την οποία θα υποστηρίξω τα όσα υποστηρίζω στη συνέχεια.
Μέσα σε μια τέτοια οπτική, η αναγωγή των πολεμικών αποζημιώσεων σε μείζον εκλογκό θέμα ουσιαστικά σημαίνει πρόθεση τορπιλισμού ενός σύγχρονου πολιτικού πολιτισμού που οικοδομήθηκε με αίμα και τεράστια πολιτική προσπάθεια. Η απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ να ανοίξει θέμα πολεμικών επανορθώσεων είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα πέσει στο κενό. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν είναι διατεθειμένη να συμβάλει στην αναβίωση ενός ρεβανσισμού που θάφτηκε βαθιά μαζί με τα όπλα του πεντηκονταετούς ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου. Αυτό που θα μείνει, είναι ότι οι «Έλληνες» ζητούν επιστροφή στον βαρβαρισμό για να καλύψουν τα δικά τους σφάλματα. Ε, λοιπόν, η πατρίδα μας είναι άξια μιας καλλίτερης μοίρας.
Αντίθετα με όλους αυτούς του καιροσκοπισμούς, την πατρίδα μου, μαζί με τέτοια σύμβολα, όπως ο Γλέζος, ως φορείς της ιστορικής μνήμης, την θέλω υπερασπιστή του πολιτικού πολιτισμού που θεμελίωσε η Δύση στην δεκαετία του ’50 για να διασφαλίσει την δημοκρατική της εξέλιξη. Ως εκ τούτου, αντιστέκομαι σε κάθε ενέργεια ή τέχνασμα που θέλει να την μετακινήσει σε θέση εχθρού της pax rationalis, όπως θα ονόμαζα το διεθνές πολιτικό πλαίσια που έχτισε η Ευρώπη για να κλείσει την περίοδο των δικών της εμφυλίων που πήραν έκταση παγκοσμίου πολέμου.
Όσο για τον Μανόλη Γλέζο, τον θησαυρίζω ως αγαπημένο φίλο που με το προσωπικό του παράδειγμα έχει δείξει ότι ένα λαϊκός εκπρόσωπος δεν γίνεται απλώς συγκυριακά ήρωας, κατεβάζοντας με προσωπικό κίνδυνο την κατοχική σημαία, αλλά έχει στη συνέχεια και το κουράγιο να δοκιμάσει με τα ίδια τα χέρια του το όραμα μιας ευτυχισμένης κοινότητας. Στις μέρες μας, η τόλμη που χρειάστηκε ο οραματιστής κοινοτάρχης της Απειράθου δεν είναι μικρότερη από εκείνη που χρειάστηκε ο Γλέζος για το τόλμημά του στην Ακρόπολη.
Αυτός, λοιπόν ο ήρωας, ρίχνεται ανυπεράσπιστος βορά μιας απόλυτης αποτυχίας που θα την χρεωθεί δια βίου. Γιατί είναι περισσότερο από βέβαιο ότι με την προγραμματιζόμενη εμφάνισή του στην εναρκτήρια συνεδρίαση της νέας Ευρωπαϊκής Βουλής, θα περιθωριοποιηθεί αμέσως ως γραφική φιγούρα εκτός τόπου και χρόνου. Ο συμβολισμός της προσωπικότητάς του δεν πρόκειται να τον σώσει από το φιάσκο, αλλά αυτός ακριβός ο συμβολισμός θα τον κυλήσει στη λάσπη ως μη όφειλε. Θα ήταν αστείο να υποθέσουμε ότι ο οποιοσδήποτε σοβαρός παράγοντας θα προσχωρήσει στην εκτός τόπου και χρόνου εναρκτήρια προτροπή να ξανανοίξει ένα ζήτημα που έχει κλείσει πριν μισόν αιώνα όχι με μπακάλικες διαπραγματεύσεις αλλά με την οικοδόμηση ενός ολόκληρου δόγματος διεθνούς πολιτικής που περιγράφηκε στην αρχή του παρόντος. Και γιατί όλ’ αυτά; Επειδή ο νεαρός καταληψίας σχολικών κτηρίων αρχηγός του, έκρινε ότι μια τέτοια πολιτική αυτοκτονία θα προσέφερε ενδεχομένως μερικά ψηφουλάκια στο μπουλούκι του. Γιαυτό λοιπόν στρατολογήθηκε στο ευρωψηφοδέλτιο ο Γλέζος; Για να θυσιαστεί σε ένα φιάσκο διεθνές προκειμένου να υπηρετήσει ένα αμφίβολο κέρδος εσωτερικό; Δεν τον σεβάστηκαν;
http://www.metarithmisi.gr/
Συμφωνώ μαζί σας και προχθες έγραψα, πως είναι ντροπή γι' αυτους που τον εκμεταλευονται!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟμως έχοντας σωας τας φρένας,ο ίδιος,θα έπρεπε να μην δεχτει αυτήν την εκμετάλευση.
Απομυθοποιεί ο ίδιος τον εαυτόν του.
Για μένα βάσισε στην πράξη του την αντισταστιακή ,που γνωρίζουμε(δεν ήταν και ο μόνος),την πολιτική του καριέρα.
Αν αυτό δεν ειναι εκμεταλευση της πατρίδας του ,τι είναι?
Προσφέρουμε χωρίς ανταλλάγματα.
Στην Πατρίδα,στον συνάνθρωπο!!!
ΝΤΡΟΠΗ λοιπόν σε όλους τους.