Κάθε αρχή είναι δύσκολη. Στην πρώτη μάχη που έδωσε, ως βασιλιάς της
Πρωσίας, ο Φρειδερίκος –αυτός που αργότερα η Ιστορία θα τον ονόμαζε
μέγα– φοβήθηκε και το έσκασε, πάνω στο άλογό του, μαζί με το σκυλάκι
του, που το κρατούσε πάντα στην αγκαλιά του. Η μάχη, ωστόσο, κερδήθηκε.
Την κέρδισαν άλλοι γι’ αυτόν, που έτρεξαν να τον βρουν σε ένα πανδοχείο
όπου είχε καταφύγει, πολλά χιλιόμετρα μακριά από το πεδίο της μάχης, για
να τον ενημερώσουν και να καλυφθεί το ρεζιλίκι. Ο Φρειδερίκος ήταν τότε
λιγότερο από τριάντα ετών, είχε χρόνο να βελτιωθεί· και βελτιώθηκε όπως
έδειξε η συνέχεια της ιστορίας του. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο οποίος
χθες έχασε την πρώτη μάχη του κατά της Πολιτείας, είναι 79 ετών. Η θέση
του είναι δύσκολη.
Η υπόθεση των διεμφυλικών πολιτικοποιήθηκε εξαρχής από
την Αρχιεπισκοπή, όταν κάλεσε, σε οργίλο τόνο και απεριφράστως, τις πολιτικές δυνάμεις να τοποθετηθούν στο δικό της κατηγορηματικό «Οχι». Επίσης, η Εκκλησία και ειδικά η Αρχιεπισκοπή ήταν εκείνη που έδωσε τον τόνο της υστερίας και της υπερβολής, που επικράτησε από την πρώτη στιγμή στον δημόσιο διάλογο για την υπόθεση. «Παιχνιδίσματα για να σκορπάμε τον χρόνο», χαρακτήρισε αρχικά το θέμα ο Αρχιεπίσκοπος· και μόλις την προηγουμένη της ψηφοφορίας υιοθέτησε την καφρίλα του φουτμπολιστή Τσιάρτα, ο οποίος δήλωσε: «Εύχομαι οι πρώτες αλλαγές φύλου (σ.σ. ούτε καν καταλαβαίνει για τι μιλάει ο άνθρωπος...) να γίνουν στα παιδιά αυτών που ψήφισαν αυτό το αίσχος». Ο Μακαριότατος ανταποκρίθηκε ως εξής στη θέση του Τσιάρτα: «Μου άρεσε αυτόν που είπε αυτό το παλικάρι, ο αθλητής», σημειώνοντας ωστόσο ότι δεν συμμερίζεται την ευχή. (Αυτό δα έλειπε!)
Επομένως, την παράκρουση του προέδρου Λεβέντη, ο οποίος χαρακτήρισε την ομοφυλοφιλία (πάντα εκτός θέματος ο πρόεδρος...) «ανωμαλία και παράνοια» η Εκκλησία τη χρεώνεται. Θα μου πείτε ότι φωνή της Εκκλησίας είναι και ο Σιατίστης Παύλος, ο οποίος παρουσίασε μια διαφορετική, ηπιότερη και λογικότερη, προσέγγιση στο θέμα, διαχωρίζοντας όσο μπορούσε το θρησκευτικό από το ιατρικό ζήτημα. Σύμφωνοι, αλλά τον τόνο τον έδωσε προσωπικώς ο Αρχιεπίσκοπος και ηττήθηκε.
Χρεώνεται, επίσης, η Εκκλησία το ότι τελικά πέρασε η ρύθμιση στην πιο ακραία μορφή της (κατοχύρωση του δικαιώματος από την ηλικία των 15), διότι η εξαλλότητα της Εκκλησίας ήταν φυσικό να θυμώσει και να συσπειρώσει την άλλη πλευρά· και όσο το θέμα ετίθετο με πολιτικούς όρους τόσο η ουσία της υπόθεσης, δηλαδή το ιατρικό ζήτημα, χανόταν από τη συζήτηση. Είναι γνωστό ότι, στην Ελλάδα, οι φωνακλάδες είναι εκείνοι που επιβάλλουν πάντα το πνεύμα και το κλίμα της συζήτησης. Από την αρχαιότητα, το «καφενείο» (με ή χωρίς εισαγωγικά) θέτει τους κανόνες της συζήτησης – μόνον που τότε το έλεγαν καπηλείον και, φυσικά, δεν σερβίριζε καφέ, αλλά κρασί. (Ελαφρώς άσχετο, αλλά αφού μου ήρθε να το πω. Ο Διογένης, ο περίφημος κυνικός, είχε πρώτος επισημάνει τη θεσμική σημασία του καφενείου, λέγοντας ότι για τους Αθηναίους τα καπηλεία ήταν ό,τι για τους Σπαρτιάτες τα συσσίτια. Η εξέλιξη του Ελληνισμού σε Υπαρκτό τον δικαίωσε πλήρως!)
Η Εκκλησία φώναξε –ξελαρυγγιάστηκε, που λέει ο λόγος–, παρ’ όλα αυτά έχασε πανηγυρικά. Διότι, όπως συχνά οι αντίπαλοί της υποτιμούν τη δύναμή της, φαίνεται ότι και η ίδια υποτιμά τις αλλαγές που συμβαίνουν στην κοινωνία. Τι να καταλάβουν για την κοινωνία, όταν οι επαφές τους με τον κόσμο περιορίζονται στους ηλικιωμένους που όλο και λιγοστεύουν και σε κάποιους ελάχιστους νεότερους που κουβαλάνε τα μυαλά του Κασαπίδη;
Η Εκκλησία ηττήθηκε, επειδή νόμισε ότι μπορούσε εκείνη να θέσει τους όρους της μάχης, βασιζόμενη στους υποτιθέμενους φυσικούς, παραδοσιακούς συμμάχους της. Ομως, οι τελευταίοι είχαν ο καθένας τους τις δικές του προτεραιότητες και δεν της έκαναν το χατίρι: έδωσαν ο καθένας τη δική του μάχη, για τους δικούς του σκοπούς. Ο Καμμένος, που είχε αναλάβει προσωπικά τον χειρισμό του Αρχιεπισκόπου, απέδρασε στη Βραζιλία. (Δεν ήταν ανάγκη να πάει τόσο μακριά· φαίνεται όμως ότι ήταν η μόνη επιλογή...) Στο ΔΗΣΥ-ΠΑΣΟΚ, ή όπως αλλιώς λέγεται αυτό το πράγμα στις μέρες μας, λάκισαν σαν κότες: οι περισσότεροι και πιο προβεβλημένοι δεν εμφανίσθηκαν στην ψηφοφορία. (Εξαιρώ τους Χριστοφιλοπούλου, Γρηγοράκο και Μπαργιώτα που ψήφισαν «Ναι». Αν υπάρχουν και άλλοι που μου διαφεύγουν, ας με συγχωρέσουν για την παράλειψη.) Η Ν.Δ., η οποία στην πραγματικότητα κινδύνευε να διχαστεί για το ζήτημα, παρά την κατ’ αρχήν θετική προσέγγιση του Κυριάκου, έστριψε ωραιότατα διά του αρραβώνος: πρότειναν κάτι διαφορετικό και αφού αυτό δεν έγινε δεκτό, κατεψήφισαν. Ηταν ο καλύτερος τρόπος ώστε και να μην τσακωθούν με την Εκκλησία και να μη δυσαρεστήσουν τους φιλελεύθερους ψηφοφόρους.
Αναφερόμενος στη νίκη των Συμμάχων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τσώρτσιλ είπε ότι μπορεί ο ίδιος να ήταν το λιοντάρι, αλλά τον βρυχηθμό τον έδωσε ο βρετανικός λαός. Για την Εκκλησία, στη συγκεκριμένη περίσταση, μπορούμε να πούμε πως ούτε ο Ιερώνυμος έπεισε ως λιοντάρι ούτε, όμως, υπήρχε και λαός για να δώσει τον βρυχηθμό. Ας τους γίνει μάθημα...
Στ. Κασιμάτης-Καθημερινή
Η υπόθεση των διεμφυλικών πολιτικοποιήθηκε εξαρχής από
την Αρχιεπισκοπή, όταν κάλεσε, σε οργίλο τόνο και απεριφράστως, τις πολιτικές δυνάμεις να τοποθετηθούν στο δικό της κατηγορηματικό «Οχι». Επίσης, η Εκκλησία και ειδικά η Αρχιεπισκοπή ήταν εκείνη που έδωσε τον τόνο της υστερίας και της υπερβολής, που επικράτησε από την πρώτη στιγμή στον δημόσιο διάλογο για την υπόθεση. «Παιχνιδίσματα για να σκορπάμε τον χρόνο», χαρακτήρισε αρχικά το θέμα ο Αρχιεπίσκοπος· και μόλις την προηγουμένη της ψηφοφορίας υιοθέτησε την καφρίλα του φουτμπολιστή Τσιάρτα, ο οποίος δήλωσε: «Εύχομαι οι πρώτες αλλαγές φύλου (σ.σ. ούτε καν καταλαβαίνει για τι μιλάει ο άνθρωπος...) να γίνουν στα παιδιά αυτών που ψήφισαν αυτό το αίσχος». Ο Μακαριότατος ανταποκρίθηκε ως εξής στη θέση του Τσιάρτα: «Μου άρεσε αυτόν που είπε αυτό το παλικάρι, ο αθλητής», σημειώνοντας ωστόσο ότι δεν συμμερίζεται την ευχή. (Αυτό δα έλειπε!)
Επομένως, την παράκρουση του προέδρου Λεβέντη, ο οποίος χαρακτήρισε την ομοφυλοφιλία (πάντα εκτός θέματος ο πρόεδρος...) «ανωμαλία και παράνοια» η Εκκλησία τη χρεώνεται. Θα μου πείτε ότι φωνή της Εκκλησίας είναι και ο Σιατίστης Παύλος, ο οποίος παρουσίασε μια διαφορετική, ηπιότερη και λογικότερη, προσέγγιση στο θέμα, διαχωρίζοντας όσο μπορούσε το θρησκευτικό από το ιατρικό ζήτημα. Σύμφωνοι, αλλά τον τόνο τον έδωσε προσωπικώς ο Αρχιεπίσκοπος και ηττήθηκε.
Χρεώνεται, επίσης, η Εκκλησία το ότι τελικά πέρασε η ρύθμιση στην πιο ακραία μορφή της (κατοχύρωση του δικαιώματος από την ηλικία των 15), διότι η εξαλλότητα της Εκκλησίας ήταν φυσικό να θυμώσει και να συσπειρώσει την άλλη πλευρά· και όσο το θέμα ετίθετο με πολιτικούς όρους τόσο η ουσία της υπόθεσης, δηλαδή το ιατρικό ζήτημα, χανόταν από τη συζήτηση. Είναι γνωστό ότι, στην Ελλάδα, οι φωνακλάδες είναι εκείνοι που επιβάλλουν πάντα το πνεύμα και το κλίμα της συζήτησης. Από την αρχαιότητα, το «καφενείο» (με ή χωρίς εισαγωγικά) θέτει τους κανόνες της συζήτησης – μόνον που τότε το έλεγαν καπηλείον και, φυσικά, δεν σερβίριζε καφέ, αλλά κρασί. (Ελαφρώς άσχετο, αλλά αφού μου ήρθε να το πω. Ο Διογένης, ο περίφημος κυνικός, είχε πρώτος επισημάνει τη θεσμική σημασία του καφενείου, λέγοντας ότι για τους Αθηναίους τα καπηλεία ήταν ό,τι για τους Σπαρτιάτες τα συσσίτια. Η εξέλιξη του Ελληνισμού σε Υπαρκτό τον δικαίωσε πλήρως!)
Η Εκκλησία φώναξε –ξελαρυγγιάστηκε, που λέει ο λόγος–, παρ’ όλα αυτά έχασε πανηγυρικά. Διότι, όπως συχνά οι αντίπαλοί της υποτιμούν τη δύναμή της, φαίνεται ότι και η ίδια υποτιμά τις αλλαγές που συμβαίνουν στην κοινωνία. Τι να καταλάβουν για την κοινωνία, όταν οι επαφές τους με τον κόσμο περιορίζονται στους ηλικιωμένους που όλο και λιγοστεύουν και σε κάποιους ελάχιστους νεότερους που κουβαλάνε τα μυαλά του Κασαπίδη;
Η Εκκλησία ηττήθηκε, επειδή νόμισε ότι μπορούσε εκείνη να θέσει τους όρους της μάχης, βασιζόμενη στους υποτιθέμενους φυσικούς, παραδοσιακούς συμμάχους της. Ομως, οι τελευταίοι είχαν ο καθένας τους τις δικές του προτεραιότητες και δεν της έκαναν το χατίρι: έδωσαν ο καθένας τη δική του μάχη, για τους δικούς του σκοπούς. Ο Καμμένος, που είχε αναλάβει προσωπικά τον χειρισμό του Αρχιεπισκόπου, απέδρασε στη Βραζιλία. (Δεν ήταν ανάγκη να πάει τόσο μακριά· φαίνεται όμως ότι ήταν η μόνη επιλογή...) Στο ΔΗΣΥ-ΠΑΣΟΚ, ή όπως αλλιώς λέγεται αυτό το πράγμα στις μέρες μας, λάκισαν σαν κότες: οι περισσότεροι και πιο προβεβλημένοι δεν εμφανίσθηκαν στην ψηφοφορία. (Εξαιρώ τους Χριστοφιλοπούλου, Γρηγοράκο και Μπαργιώτα που ψήφισαν «Ναι». Αν υπάρχουν και άλλοι που μου διαφεύγουν, ας με συγχωρέσουν για την παράλειψη.) Η Ν.Δ., η οποία στην πραγματικότητα κινδύνευε να διχαστεί για το ζήτημα, παρά την κατ’ αρχήν θετική προσέγγιση του Κυριάκου, έστριψε ωραιότατα διά του αρραβώνος: πρότειναν κάτι διαφορετικό και αφού αυτό δεν έγινε δεκτό, κατεψήφισαν. Ηταν ο καλύτερος τρόπος ώστε και να μην τσακωθούν με την Εκκλησία και να μη δυσαρεστήσουν τους φιλελεύθερους ψηφοφόρους.
Αναφερόμενος στη νίκη των Συμμάχων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τσώρτσιλ είπε ότι μπορεί ο ίδιος να ήταν το λιοντάρι, αλλά τον βρυχηθμό τον έδωσε ο βρετανικός λαός. Για την Εκκλησία, στη συγκεκριμένη περίσταση, μπορούμε να πούμε πως ούτε ο Ιερώνυμος έπεισε ως λιοντάρι ούτε, όμως, υπήρχε και λαός για να δώσει τον βρυχηθμό. Ας τους γίνει μάθημα...
Στ. Κασιμάτης-Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.