Ο Θεόδωρος Ρούσβελτ δεν γνώρισε ποτέ τον Ερντογάν, ενδεχομένως και κανέναν άλλον Τούρκο στην πολυκύμαντη ζωή του.
Ο πρώτος Ρούσβελτ όμως που έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ είχε δώσει πριν ακόμη εκλεγεί έναν ωραίο ορισμό της ρεαλιστικής πολιτικής.
Αν και οι απόψεις διίστανται για την αφορμή, είπε:
«Πάντα μου άρεσε μια παροιμία της Δυτικής Αφρικής που λέει: να μιλάς απαλά και να κουβαλάς ένα μεγάλο ρόπαλο, θα πας μακριά» (26/1/1900).
Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια αφρικανική παροιμία. Αλλά έκτοτε η συμβουλή αυτή καθιερώθηκε στην πολιτική με τον όρο «η ιδεολογία του μεγάλου ροπάλου».
Χωρίς να το ξέρει ο «Τέντι» Ρούσβελτ περιέγραψε πριν από εκατόν είκοσι χρόνια αλλά με απόλυτη σαφήνεια το πλαίσιο διαλόγου με τη σημερινή Τουρκία.
Τρεις παρατηρήσεις το τεκμηριώνουν.
Πρώτον, η Τουρκία δεν έχει καμία φιλοδοξία, ούτε έφεση διαλόγου. Εχει μια επιδίωξη επιβολής.
Προσέρχεται στον διάλογο (αν συμβεί τελικά κάτι τέτοιο…) μόνο και μόνο επειδή οι γενικοί συσχετισμοί που διαμόρφωσε η ελληνική πολιτική δεν της επιτρέπουν να κάνει διαφορετικά. Και για όσο δεν της το επιτρέπουν.
Δεύτερον, η Τουρκία έχει ένα μεγάλο διαπραγματευτικό πρόβλημα. Οτι οι διεκδικήσεις της δεν μπορούν να
γίνουν αποδεκτές έστω και κατά ένα μέρος από καμία ελληνική κυβέρνηση κι από κανένα διεθνές δικαστήριο. Ούτε από τη Χάγη, ούτε από το Αμβούργο.Εχει τόσο πολύ ανοίξει τη βεντάλια των απαιτήσεών της ώστε ακόμη και μια σχετικά ισορροπημένη δικαστική απόφαση θα θεωρηθεί κόλαφος.
Τρίτον, ακριβώς επειδή έχει διαπραγματευτικό πρόβλημα προσπαθεί να διευρύνει την ατζέντα της συζήτησης ώστε το τελικό αποτέλεσμα να δώσει και σε εκείνη μερικούς πόντους.
Κυρίως μάλιστα αν το αποτέλεσμα προκύψει από μια διμερή διαπραγμάτευση (όπως επιθυμεί η Τουρκία) και όχι από κάποια απόφαση διεθνούς δικαστηρίου.
Αυτά είναι τα δεδομένα. Τα οποία δεν αποκλείουν μια επιστροφή στο τραπέζι των διερευνητικών συζητήσεων, αλλά δεν επιτρέπουν μεγάλη αισιοδοξία για την έκβασή τους.
Ο λόγος είναι απλός. Με τα παραπάνω δεδομένα δεν είναι ορατό ποιος δεν θα φύγει ηττημένος από το τραπέζι – με πιθανότερο σενάριο να ηττηθούν και οι δύο…
Για την Τουρκία δεν μπορώ να πω. Αλλά για μια δημοκρατική ελληνική κυβέρνηση που είναι εκτεθειμένη στην κοινή γνώμη και τη λαϊκή ψήφο κάτι τέτοιο θα ήταν αφόρητο, αν όχι αυτοκτονικό.
Φυσικά, αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα ανέφερε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου σε πρόσφατο άρθρο του, η Τουρκία φαίνεται να μετριάζει τις απαιτήσεις της ή έστω να τις μεταφέρει στον χώρο του εφικτού («Καθημερινή», 15/9).
Οι «βασικοί στόχοι στην Ανατολική Μεσόγειο» όπως τους περιγράφει αφορούν «την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών» (κάτι που λέει κι ο Μητσοτάκης…), «την προστασία των δικαιωμάτων της Τουρκίας στην υφαλοκρηπίδα» που θα της αποδώσει η οριοθέτηση (ποιος έχει άλλη άποψη;), «τα ισότιμα δικαιώματα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στους υποθαλάσσιους πόρους» (που δεν αποτελεί ελληνοτουρκικό διμερές ζήτημα…) και τη δημιουργία ενός «μηχανισμού ενεργειακής συνεργασίας» (κάτι που προϋποθέτει ότι θα έχουν επιλυθεί όλα τα προηγούμενα…).
Κανείς δεν ξέρει φυσικά αν οι απόψεις του Τσαβούσογλου και η προοπτική διαλόγου είναι απλώς ένα τέχνασμα για να ξεφύγει η Τουρκία από την απειλή κυρώσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή αν είναι η διέξοδος στο αδιέξοδο που την περιτριγυρίζει.
Αλλά γι’ αυτό η συμβουλή του Ρούσβελτ είναι σοφή.
Να μιλάς απαλά, να μην κλιμακώνεις δηλαδή φραστικά τις εντάσεις. Αλλά να κουβαλάς κι ένα μεγάλο ρόπαλο για να προσδώσεις στα επιχειρήματά σου την πειθώ της ισχύος σου.
Με άλλα λόγια, καλός ο διάλογος, αλλά καλά και τα Rafale.
Μεταξύ μας, δεν νομίζω ότι λέμε κάτι σοφό ή καινούργιο.
Από τότε που υπάρχει εξωτερική πολιτική γνωρίζουμε ότι είναι μια υπόθεση συσχετισμών. Ούτε αρχών, ούτε ιδεών, ούτε προθέσεων.
Ενας μεγάλος άγγλος πολιτικός του 19ου αιώνα, ο λόρδος Πάλμερστον, είχε συνοψίσει ένα απαρέγκλιτο δόγμα μιλώντας στη Βουλή των Κοινοτήτων και λέγοντας:
«Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους, ούτε έχουμε αέναους εχθρούς. Μόνο τα συμφέροντά μας είναι αιώνια κι αέναα και αυτά τα συμφέροντα είναι καθήκον μας να ακολουθούμε» (1/9/1848).
Είναι προφανές λοιπόν ότι η επανέναρξη των διερευνητικών συζητήσεων θα επιτρέψει (αν μη τι άλλο…) την αποκλιμάκωση της έντασης. Καμία αντίρρηση.
Θα ήταν επίσης εποικοδομητικό αν με αφορμή την αποκλιμάκωση άνοιγε κάποια συζήτηση για μια νέα ευρωτουρκική σχέση.
Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Ερντογάν επιδιώκει το ένα ή το άλλο. Στην πραγματικότητα και τα δύο είναι εντελώς ασύμβατα και με τη ρητορική και με τη γεωπολιτική συμπεριφορά του. Είναι ίσως αυτό που η πολιτική της Μέρκελ δυσκολεύεται να καταλάβει και να ενσωματώσει.
Συμπεριφέρεται σαν διαιτητής σε ένα ματς που η μία (τουλάχιστον) ομάδα δεν ενδιαφέρεται να παίξει.
Γι’ αυτό λοιπόν θα ήταν ασυγχώρητη αφροσύνη για την ευρωπαϊκή πολιτική να διαμορφώσει μια προσφορά την οποία η σημερινή Τουρκία εκ των πραγμάτων δεν μπορεί, ούτε θέλει να υπηρετήσει.
Καλώς ή κακώς, οι απαιτήσεις περιφερειακής κυριαρχίας δεν γίνεται να εγγραφούν ή να ικανοποιηθούν ακόμη και στο πιο καλοπροαίρετο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Κι από την άλλη πλευρά, ούτε ο Ερντογάν δείχνει διατεθειμένος να αλλάξει απαιτήσεις.
Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις που είναι χρήσιμα τα απαλά λόγια. Αλλά πιο χρήσιμο είναι το μεγάλο ρόπαλο.
Ιδίως αν δεν χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί.
Γ. Πρετεντέρης-in.gr
Η Τουρκια προσέρχεται στον διάλογο (αν συμβεί τελικά κάτι τέτοιο…)
ΑπάντησηΔιαγραφή1ον..2ον,..3ον δες πιο πανω
και 4τεταρτον και συμαντικωτερο διοτι ξερει ότι εχει απέναντι της έναν αδυναμον αντιπαλο τον κ. Κουλη, που δεν γεμιζει το ματι κανενος και ακομα λιγωτερο το δικο του, του Ερντογάν !!