Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για αυτά που διαμείβονται στην προανακριτική. Ήδη από την προηγούμενη διαδικασία, κατά του Παπαγγελόπουλου, η αντιπολίτευση εφάρμοζε μια τακτική γνωστή στους παλιούς αριστερούς και πολύ ευκολότερη στους νέους, οι οποίοι έχουν πρόχειρα και τα ψηφιακά υπερόπλα της μεταπραγματικότητας: τον ρουκετοπόλεμο παραπληροφορίας. Αν διαβάσει κανείς τις χειμαρρώδεις διαρροές –πλειοψηφίας και μειοψηφίας στην επιτροπή– θα νομίζει ότι οι διάλογοι εντός της αίθουσας γίνονται μεταξύ ανθρώπων που μιλούν άλλες γλώσσες.
Η μοναδική γλώσσα που μιλάει ο καθ’ ομολογίαν «μπροστινός» είναι, όπως είπε, τα καρδιτσιώτικα. Στα καρδιτσιώτικα, η μέθοδος διά της οποίας επιχειρήθηκε να στηθεί το «μαγαζί» ακούγεται περισσότερο σαν φάρσα παρά σαν συνωμοσία. Ακούγεται κάπως σαν εκείνη την ταινία («Small time crooks») όπου ο Γούντι Αλεν και η παρέα του δοκιμάζουν να σκάψουν τούνελ για να ληστέψουν μια τράπεζα, έχοντας ως «βιτρίνα» για το ριφιφί ένα κουλουράδικο.
Η ανάκριση –στη Βουλή, αλλά κυρίως μετά τη Βουλή– θα ψάξει ποινικά το κουλουράδικο. Τα βασικά της επιχείρησης ήταν ήδη γνωστά από καιρό – τα βοσκοτόπια, τα δάνεια της Τράπεζας Αττικής, ο διαγωνισμός που κατέπεσε, τα έργα που ποτέ δεν τελείωσαν. Πολιτικά, όμως; Εχει άραγε η πολιτική κουλτούρα που ενέπνευσε εκείνο το εγχείρημα ενταφιαστεί μαζί του;
Αν προσέξει κανείς τις «αναλύσεις» της μετα-καρδιτσιώτικης Αριστεράς για το παρόν, θα ξεχωρίσει στοιχεία από την ιδεολογία του μαγαζιού. Πώς βλέπει τον εαυτό της και την αποδοκιμασθείσα εξουσία της αυτή η Αριστερά; Φταίμε, λένε, που δεν ελέγξαμε όλους τους αρμούς. Και αντιστρόφως: πώς βλέπει τον αντίπαλό της; Τον ερμηνεύει ως τέκνο του «συστήματος», που επικρατεί χάρη στη σχέση του με τα media και τα συμφέροντα.
Από αυτή την ανάγνωση απουσιάζει μια λεπτομέρεια: οι εκλογές και η κοινωνική πλειοψηφία που εκφράστηκε σε αυτές. Ακόμη και όταν η ανάλυση της ηττημένης Αριστεράς περιλαμβάνει την πλειοψηφία, συνήθως την περιγράφει ως «παραπλανημένη» – παρασυρμένη από τα ΜΜΕ και από άλλες συστημικές συμπαιγνίες. Στον αντίπαλο δεν αναγνωρίζεται η ικανότητα να εκπροσωπεί γνήσια κοινωνικά αιτήματα. Η πολιτική απομένει, έτσι, μόνο ένα παιχνίδι επιβολής «από τα πάνω προς τα κάτω». Από τους αρμοκράτορες προς το ποίμνιο.
Το μπροστινάδικο έκλεισε προτού σκαφτεί το τούνελ προς την τράπεζα. Η νοοτροπία, όμως, επιζεί. Εξαιτίας της ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παρερμηνεύει μόνο τον αντίπαλο. Παρερμηνεύει πρωτίστως τον εαυτό του.
Μιχ. Τσιντσίνης-Καθημερινή
Σώγαμπρο τον είχε τον Νικολάκη ο κόκκινος εργολάβος. Νικόλα μου, λεβέντη μου, καμάρι μου, αλλά στο τέλος τα λεφτά τα πήρε ο Βαξεβάνης. Ετσι είναι οι αριστεροί. Ανθρωποι εμπιστοσύνης. Οπως εξαπατήθηκαν αυτοί που πίστεψαν τον αρχιαπατεώνα το 15 και τον έφεραν στις καρέκλες, έτσι και ο Καλογρίτσας την έφαγε από το .......καμάρι του τον Παππά. Με εντολές του Τσίπρα βέβαια
ΑπάντησηΔιαγραφή