Την Πέμπτη το πρωί στο λιμάνι του Πειραιά συνέβη ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο επεισόδιο: απλοί πολίτες, εν προκειμένω αγανακτισμένοι επιβάτες, εξουδετέρωσαν μια ομάδα συνδικαλιστών οι οποίοι εμπόδιζαν τα πλοία να αποπλεύσουν.
Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν έστειλαν ένα ηχηρό και σαφές μήνυμα, ότι ένα μέρος -και πιθανότατα μεγάλο- της κοινωνίας έχει χάσει την υπομονή του με τους κατ’ επάγγελμα συνδικαλιστές.Η απαυδισμένη φράση «βρείτε καμιά δουλειά, ρε!» που εκτοξεύτηκε από τους ομήρους επιβάτες ήταν απολύτως χαρακτηριστική της δυσανεξίας η οποία κυριαρχεί απέναντι σε μια κατηγορία κινητοποιήσεων άνευ νοήματος.
Οι πολίτες έχουν αντιληφθεί προ πολλού ότι στην πλειονότητά τους οι διαδηλώσεις, οι στάσεις εργασίας και οι απεργίες εξυπηρετούν κυρίως την ανάγκη των διορισμένων συνδικαλιστών να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους.
Ακόμη και οι πανελλαδικές απεργίες, όποτε αυτές κηρύσσονται, αποφέρουν από ελάχιστο έως μηδενικό πρακτικό αποτέλεσμα. Ίσως διότι κατά βάθος οι εργατοπατέρες, οι μπροστάρηδες, οι κάθε είδους διάδοχοι των «σταμουλο-κολλάδων», του κάθε Καλφαγιάννη (ΠΟΣΠΕΡΤ) και κάθε Νταλακογιώργου (ΠΕΝΕΝ) έχουν ως κορυφαία προτεραιότητα να οργανώσουν σωστά μια τελετουργική παράσταση, παρά να κατακτήσουν οτιδήποτε για λογαριασμό των εργαζομένων που εκπροσωπούν. Λαμπρή επίδειξη τέτοιου είδους γραφικότητας, η πρόσφατη απόβαση της μπετονιέρας στο υπουργείο Εργασίας.
Βέβαια, το ζητούμενο δεν είναι να εγκαταλειφθούν οι αγώνες για βελτίωση των όρων εργασίας. Αντιθέτως, οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων, κλαδικές ή γενικές, θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν, να υιοθετήσουν νέες, πιο αποτελεσματικές μεθόδους διεκδίκησης. Και αυτό ακριβώς φάνηκε στον Πειραιά, όπου είδαμε τη σύγκρουση δύο νοοτροπιών και δύο εποχών - μαζί με τις αντίστοιχες κοσμοθεωρίες. Από τη μία πλευρά παρατάχθηκαν οι παραδοσιακοί θιασώτες της ντουντούκας και μιας μαχητικότητας που εξαντλείται σε συνθήματα και πανό. Απέναντι σε αυτούς στάθηκαν άνθρωποι χωρίς κανέναν συγκεκριμένο συλλογικό δεσμό, ανένταχτοι σε οργανώσεις, επαγγελματικές ή άλλες.
Ενώ όμως βρέθηκαν κατά σύμπτωση στο ίδιο σημείο και τους ένωσε η ταλαιπωρία της πολύωρης καθυστέρησης χάριν της «κινηματικής» παράστασης, οι επιβάτες συσπειρώθηκαν αυθόρμητα για να εκφράσουν άμεσα την περιφρόνησή τους προς τους κατ’ επάγγελμα συνδικαλιστές.
Πριν από μόλις 4-5 χρόνια κανείς δεν θα τολμούσε να φωνάξει «βρείτε καμιά δουλειά, ρε!», ακόμη κι αν το σκεφτόταν. Τώρα πια, όμως, αυτό όχι μόνο θεωρείται δικαιολογημένο, αλλά μοιάζει να επιβάλλεται από το πνεύμα των καιρών. Μετά την περιπέτεια της κρίσης και την απογοήτευση όσων ήλπισαν σε μια αλλαγή από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., συν την περιπέτεια της πανδημίας, τα αποθέματα ανοχής στον παραλογισμό και την οπισθοδρόμηση φαίνεται να έχουν τελειώσει. Παρά το στρεβλό αντιδάνειο από την ελληνική, ο όρος «αλλαγή παραδείγματος» αποδίδει ακριβώς αυτό που εξελίσσεται γύρω μας.
Το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση την Παρασκευή για τα «εργασιακά» κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Μπορεί να μην είναι τέλειο, αλλά υπηρετεί μια ανάγκη. Οι εργασιακές συνθήκες άλλαξαν στην πράξη από την τεχνολογία και τη φύση της εργασίας και πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα. Δεν μπορεί να πάμε στο αύριο με «εργαλεία» και νοοτροπίες του χθες. Με τη δική του κοντόφθαλμη πολιτική αντίληψη ο ΣΥΡΙΖΑ κηρύττει ανένδοτο, χαρακτηρίζοντας την αντιπαράθεση για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο «μητέρα των μαχών».
Φοβάμαι πως για μία ακόμη φορά η αντιπολίτευση βρίσκεται μακριά από την πραγματικότητα, κάτι που όλοι εμείς, οι οποίοι ανήκουμε στον λεγόμενο «κόσμο της εργασίας» εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε. Οσοι, δηλαδή, εργαζόμαστε για να ζήσουμε και ως εκ τούτου έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε και φυσικά να διαμαρτυρόμαστε και να διεκδικούμε.
Εξ ορισμού, καμία απόπειρα νομοθετικής παρέμβασης στην εργασία δεν θα αποκαταστήσει όλα τα λάθη ή και τις αδικίες. Ωστόσο, το δίλημμα «απόπειρα εκσυγχρονισμού ή αποτελμάτωση» δεν μπορεί να λύνεται με την καθήλωση στον ανορθολογισμό. Επιτέλους, κανέναν δεν ενδιαφέρει αν ο νέος σύμμαχος του ΠΑΜΕ είναι η ΟΡΜΑ (Οργάνωση Μαχητικού Αντιφασισμού). Στην Ελλάδα αξίζει κάτι καλύτερο από τη γραφική πολιτική ή συνδικαλιστική εθιμοτυπία.
Μπ. Κούτρας-ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Κάτι φαίνεται να αλλάζει στη χώρα μας. Η " ιερή αγελάδα" πνέει τα λοίσθια. Γ. Κ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣηκώθηκαν 10 παιδαρέλια των βορείων και νοτίων προαστίων, έφαγαν το πρωινό τους, πήραν το χαρτζιλίκι από τη μαμά, πέρασαν από τα υπόγεια του Περισού και Κουμουνδουρου,πήραν τα κόκκινα σημαιάκια καρφωμένα στα ρόπαλα και κατηφορησαν κατά λιμάνι μεριά για να το παίξουν ναυτεργάτες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΖητώ ο συνδικαλισμός της Ελλάδας. Έτσι ξευτιλίζονται, ιδανικά, ιδέες, αγώνες.