Αν θα υπάρξει κυβέρνηση αυτοδύναμη ή συνεργασίας -και τι είδους συνεργασίας- ή αν θα μπούμε σε περιπέτειες μετά τις εκλογές του 2023 είναι ένα μεγάλο ερώτημα, που κανείς δεν μπορεί να απαντήσει ακόμη.
Η καθαρή πρωτιά της Ν.Δ. ασφαλώς πρέπει να επιβεβαιωθεί προσεχώς γιατί ο πολιτικός χρόνος των 3-5 μηνών, μέχρι να στηθούν οι κάλπες, είναι αρκετός για εκπλήξεις. Αν όμως κρίνουμε από το τελευταίο κύμα των δημοσκοπήσεων που είδαμε αυτή την εβδομάδα και με τις οποίες θα πάμε στο νέο έτος, η κυβέρνηση διατηρεί προβάδισμα 8-10 μονάδων από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ψαλίδα άνοιξε ή έκλεισε, ανάλογα με τα γεγονότα, αλλά ποτέ δεν ανατράπηκε. Είναι παγιωμένη, χρονικά και αριθμητικά, από τον Ιούλιο του 2019, με το πολιτικό τοπίο πιο σταθερό από ποτέ. Η κυβέρνηση έχασε δυνάμεις και αυτό είναι λογικό αφού πληρώνει τη φθορά της εξουσίας, αλλά όλα τα γκάλοπ τη δείχνουν να βρίσκεται κοντά στο 35%.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε εντυπωσιακά, σχεδόν 10 μονάδες, αμέσως μετά την εκλογική ήττα, και από τότε δεν μπόρεσε να ανακάμψει, παρά τις προσπάθειες. Κινείται κοντά στο 25% χωρίς δυναμική, ακόμη και τώρα που μπήκαμε για τα καλά στην τελική ευθεία. Το ΠΑΣΟΚ, με την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, έκανε ένα άλμα στο 15%, αλλά δεν είχε την ανάλογη συνέχεια. Σήμερα βρίσκεται κοντά στο 11%, χωρίς ακόμη να γνωρίζουμε πώς θα λειτουργήσει η πόλωση της προεκλογικής περιόδου ανάμεσα στους δύο «μεγάλους». Από εκεί και κάτω, ΚΚΕ, Βελόπουλος και Βαρουφάκης περίπου στα ίδια, με τον Γιάνη να βρίσκεται στην «κόψη» του 3%. Το... κίνητρο της απλής αναλογικής δεν φαίνεται να πριμοδοτεί τα εκτός Βουλής κόμματα και κυρίως δεν επιβεβαιώνεται η εκτίμηση για μεγάλες διαρροές της Ν.Δ. προς τα δεξιά ή τα ακροδεξιά της.
Σε αυτό το σκηνικό η αδιαμφισβήτητη υπεροχή της κυβέρνησης και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητη. Και αυτό γιατί δεν της έτυχαν και λίγα, ούτε απέφυγε τα λάθη. Η πανδημία με τις τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, η συνεχής ένταση με την Τουρκία, η ενεργειακή κρίση σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό και την ακρίβεια, αλλά και το αυτογκόλ με τις παρακολουθήσεις θα μπορούσαν όχι απλώς να αλλάξουν το πολιτικό τοπίο, αλλά να οδηγήσουν ακόμη και σε πτώση της κυβέρνησης. Αλλωστε αν κοιτάξουμε γύρω μας, στις χώρες της Ευρώπης, βλέπουμε τις κυβερνητικές αλλαγές που επέβαλαν η COVID-19, η εισβολή της Ρωσίας και βεβαίως το ανεξέλεγκτο κύμα μετανάστευσης.
Πολλοί λένε ότι η κυβέρνηση κρατά σταθερά την πρώτη θέση επειδή δεν πείθει η αντιπολίτευση και ειδικά ο Αλέξης Τσίπρας. Αυτό είναι σωστό μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν καλή και αποτελεσματική αντιπολίτευση τη σκληρή αντιπολίτευση. Και πράγματι στο «σκληρό ροκ» το... τερμάτισαν και φαίνεται πως θα συνεχίσουν στον ίδιο ρυθμό μέχρι τις κάλπες. Αυτό όμως δεν φτάνει. Μεγάλο μειονέκτημα για τον Τσίπρα το κυβερνητικό παρελθόν από το οποίο δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί -ούτε ο Τραμπ δεν τα κατάφερε-, η απουσία ανανέωσης σε πρόσωπα και ιδέες και κυρίως η επιμονή σε πολιτικές που κινούνται πολύ μακριά από τα «θέλω» και τα «πιστεύω» της κοινωνικής πλειοψηφίας. Είναι βέβαιο ότι οι πολίτες δεν είναι ικανοποιημένοι σήμερα. Θυμώνουν, αποστασιοποιούνται, κοιτάζουν γύρω τους και ψάχνουν. Και εκεί βλέπουν μόνο τον Μητσοτάκη, ο οποίος εξακολουθεί να διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος από το πολιτικό του κεφάλαιο. Γνώστης των θεμάτων, έτοιμος να διορθώσει τα λάθη του, επιμελής, χωρίς εξαλλοσύνες, με σχέδιο και επιμονή στους στόχους.
Στο εύλογο ερώτημα αν αυτή η εικόνα μπορεί να ανατραπεί μέχρι τις εκλογές, η απάντηση είναι ναι, μπορεί. Αν γίνει το μεγάλο λάθος ή αν εκείνοι που ψήφισαν Ν.Δ. το 2019 και τώρα είναι προβληματισμένοι αποφασίσουν να μείνουν σπίτι τους αντί να πάνε στις κάλπες για να ψηφίσουν Μητσοτάκη. Και αυτοί είναι αρκετοί για να στερήσουν τη νίκη από τη Ν.Δ. και πολύ περισσότερο την αυτοδυναμία.
Μπ. Κούτρας-ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
http://www.matrix24.gr/2022/11/anagnorisi-apo-sissomo-ton-sosialistiko-kosmo-ston-planiti/
ΑπάντησηΔιαγραφήRespect....