Ποιος θα το φανταζόταν; Ποιος θα φανταζόταν, ότι μισόν αιώνα μετά τη μεταπολίτευση, ο αρχηγός της Αριστεράς θα ζητούσε την πτώση μιας Δεξιάς κυβέρνησης επειδή παραβιάστηκαν τα προσωπικά δεδομένα της ηγεσίας του στρατεύματος; Αυτή η αριστερή αγωνία για τα ατομικά δικαιώματα των στρατηγών είναι τεκμήριο προόδου της μετανεωτερικής μας δημοκρατίας.
Έχει άραγε σημασία για την αξιολόγηση της υπόθεσης των παρακολουθήσεων η ιδιότητα των παρακολουθουμένων; Θα ήταν ίδιας βαρύτητας η υπόθεση αν, αντί για τους ενστόλους, στη λίστα της ΕΥΠ βρισκόταν, ας πούμε, ο ίδιος ο Τσίπρας; Μάλλον, όχι. Αλλά ακόμη και για τους στρατηγούς παραμένει το ερώτημα της σκοπιμότητας. Τι δουλειά είχε το κύκλωμα να ακούει ανώτατους αξιωματικούς;
Η εξήγηση που δίνει, διά των ΜΜΕ της, η αντιπολίτευση είναι ότι οι παρακολουθήσεις γίνονταν για τα λεφτά. Έχοντας στο τραπέζι της ένα από
τα μεγαλύτερα εξοπλιστικά, το κυβερνητικό κέντρο κατηγορείται ότι κινήθηκε με κακοπιστία απέναντι στους στρατιωτικούς που το ίδιο είχε επιλέξει. Σωστή ή λάθος, αυτή η αντιπολιτευτική εικασία αντανακλά ακριβώς τη νοοτροπία με την οποία είχε κινηθεί και η προηγούμενη κυβέρνηση: Και επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η ΕΥΠ παρακολουθούσε έναν υφυπουργό και τον γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου κατά τις διαπραγματεύσεις για την αγορά ακινήτων μεγάλης αξίας από ξένα κεφάλαια.Ποιος απαντάει στο ερώτημα για το ποιος πρέπει να παρακολουθείται;
Είναι θεμιτό να υποψιάζεται μια κυβέρνηση τα ίδια της τα στελέχη, σε βαθμό που δικαιολογεί την άρση του ιδιωτικού τους απορρήτου; Το ερώτημα, όπως κι αν το απαντά κανείς, δεν είναι νομικό. Ανήκει στα μύχια ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει η πολιτική – έστω κι αν αυτοί στους οποίους έχει δοθεί εξουσία να απαντήσουν δεν έχουν ως γνώμονα το εθνικό συμφέρον, αλλά εξουσιαστικές ιδιοτέλειες και προσωπικούς ιδεασμούς.
Το πόση σημασία έχει ο πραγματικός λόγος της παρακολούθησης και η ιδιότητα του παρακολουθούμενου φαίνεται από μια όχι και τόσο παλιά ιστορία. Τον Οκτώβριο του 2016, κι ενώ στο ΣτΕ εκκρεμούσε η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, η εφημερίδα του τότε κυβερνώντος κόμματος επικαλούνταν αλληλογραφία του αντιπροέδρου του δικαστηρίου με αμιγώς προσωπικό περιεχόμενο, προκειμένου να προαναγγείλει τον πειθαρχικό του έλεγχο. Θύμα της παρακολούθησης ήταν ένας ανώτατος δικαστής. Το προϊόν της παρακολούθησης χρησιμοποιούνταν για να εκβιαστεί η δικανική του κρίση για μια κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος.
Μέλος του δικαστηρίου τότε, ο Χρήστος Ράμμος είχε δημοσίως αντισταθεί στις μεθοδεύσεις. Η στάση του αυτή συνιστά μια έμπρακτη απάντηση σε όσους επιχειρούν τώρα να τον σπιλώσουν ως εντολοδόχο του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί οι ενέργειες του προέδρου της ΑΔΑΕ να οδήγησαν σε de facto παραβίαση του απορρήτου από τον Τσίπρα· μπορεί να συντονίστηκαν με τον προεκλογικό χρονισμό του ΣΥΡΙΖΑ· αλλά ο πρόεδρος της Αρχής, ακόμη κι αν μπορεί, δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπ’ όψιν του το πολιτικό περιβάλλον. Αυτά είναι ερωτήματα για τους πολιτικούς. Κι εκείνος είναι θεσμικός. Δεν υποχρεούται να ενοχλείται όταν τον χρησιμοποιούν. Ούτε υποχρεούται να μην το απολαμβάνει.
Μιχ. Τσιντσίνης-Καθημερινή
Ωραίες οι θεωρίες του αρθρογράφου, αλλά η προηγούμενη στάση ανθρώπων δεν τους απαλλάσσει από μεταγενεστερα λάθη. Εδώ ο κ. Ραμμος υπέπεσε σε ένα σοβαρό σφάλμα. Η ανεξάρτητη αρχή δεν συνδιαλεγεται με πολιτικούς. Δεν απαντά σε επιστολές πολιτικών αρχηγών. Έρευνα και καταθέτει τα αποτελέσματα των ερευνών στο θεσμικό όργανο που ορίζει ο νόμος. Γιαυτό λέγετε και ανεξάρτητη αρχή. Αν είναι να ανοίγει αλληλογραφία με το Μητσοτάκη η Τσιπρα και να τους δίνει πληροφορίες, τότε ας ανοίξει περίπτερο η όπως λέγανε παλαιότερα ΕΒΓΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτά Τσιντσινη να πας να τα πεις στον Τζαβαρα.
ΑπάντησηΔιαγραφή