Ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η δημοσκόπηση Ιανουαρίου της MRB για τον μήνα Ιανουάριο, που μετέδωσε το Open: Η συγκυρία είναι γνωστή – τα πάντα, από τα καύσιμα ως το λάδι και από τον καφέ ως το χαρτί τουαλέτας, έχουν ακριβύνει πολύ.
Στην μέτρηση της MRB, η διαφορά μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ αυξάνεται – εντός των ορίων του στατιστικού λάθους, αλλά όχι ελάχιστα: Λίγο κάτω από μία ποσοστιαία μονάδα, στον πίνακα με την αναγωγή επί των εγκύρων. Γιατί συμβαίνει αυτό; - όταν η ανησυχία των πολιτών χτυπάει κόκκινο στις ερωτήσεις όλων των εταιρειών δημοσκοπήσεων για την ακρίβεια; Όταν ακόμα και το «καλάθι του νοικοκυριού» κρίνεται ανεπαρκές από μεγάλα ποσοστά ψηφοφόρων;
Οι συσπειρώσεις των δύο κομμάτων είναι σχετικά υψηλές για την έναρξη της προεκλογικής περιόδου – αλλά της Νέας Δημοκρατίας είναι ελαφρά υψηλότερη. Πώς εξηγείται αυτό, σε μία στιγμή που στην επικαιρότητα την ακρίβεια συνοδεύει η υπόθεση των παρακολουθήσεων, ένα θέμα που απασχολεί έντονα τους πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί και αριστεροί;
Προφανώς, η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τα προσωπικά χαρακτηριστικά του πρωθυπουργού σε σχέση με εκείνα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα μπορούσε να βάλει στη ζυγαριά την αντιμετώπιση της τριπλής κρίσης από την κυβέρνηση – πανδημία, ελληνοτουρκικά, «πολεμικός» πληθωρισμός. Αλλά δεν αρκούν αυτά για να εξηγήσουν το πώς μία κυβέρνηση που έχει την φθορά της διακυβέρνησης σχεδόν τεσσάρων χρόνων, συνεχίζει να διατηρεί μία πολύ μεγάλη δημοσκοπική διαφορά.
Συνήθως, τέτοιες απαντήσεις δεν πρέπει να αναζητούνται στα όποια χαρίσματα εκείνου που προηγείται, αλλά στις αδυναμίες εκείνου που έπεται. Και στα μάτια των ψηφοφόρων, η μεγαλύτερη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ είναι το κυβερνητικό του παρελθόν: η ανασφάλεια που προκαλεί σε μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας το ερώτημα «πως πιστεύετε ότι θα ήταν τα πράγματα αν ήταν η αξιωματική αντιπολίτευση στη θέση του κόμματος που κυβερνά;». Η απάντηση «χειρότερα» συγκεντρώνει πολύ υψηλά ποσοστά.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ο υποψήφιος πρωθυπουργός του 2015, που
μπορούσε να καλλιεργεί προσδοκίες του τύπου «το ένα τρίτο ας κάνει από
όσα υπόσχεται και όλα θα αλλάξουν». Ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε την τετραετία που
πέρασε από την ήττα του στις εθνικές εκλογές να ασχοληθεί με τα λάθη της
διακυβέρνησής του. Θα έλεγε κανείς ότι αρκέστηκε στο να αλλάξει το
«αντιμνημονιακό μέτωπο» με την «προοδευτική διακυβέρνηση» θεωρώντας ότι
όλοι οι υπόλοιποι θα έσπευδαν να πάρουν μία θέση κάτω από την ομπρέλα
του Αλέξη Τσίπρα – αλλά η αλήθεια είναι ότι ακόμα και ο εξορκισμός της
συμμαχίας με τον Πάνο Καμμένο ήταν... σιωπηλός. Όμως, οι δεσμεύσεις που
αναλαμβάνει ενόψει των εκλογών, εξακολουθούν να είναι τύπου 2015 – οι
περισσότερες έχουν να κάνουν με το «ξήλωμα» νόμων της Νέας Δημοκρατίας
και όχι με κάτι που δημιουργεί θετικές προσδοκίες.
Παράλληλα, υπάρχει και το ζήτημα της κοινής λογικής: όταν ο Κυριάκος
Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στο «Πρώτο Θέμα» λέει ότι δεν μπορεί να
μην αναγνωρίσει ένα «ισχυρό πολιτικό ένστικτο» στον Αλέξη Τσίπρα,
ελάχιστοι θα συμφωνήσουν ότι ο χαρακτηρισμός περί «μειωμένης
αντιληπτικής ικανότητας» και «επικίνδυνος» που αφιέρωσε στον πρωθυπουργό
του απέδωσε κάτι από τον «μεσαίο χώρο» της ελληνικής κοινωνίας. Οκτώ
χρόνια μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ επανέρχεται σε πολιτικές και τσιτάτα μιας τελείως
διαφορετικής εποχής, που όλοι ελπίζουμε ότι έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Δύσκολα θα επιβραβευθεί γι’ αυτό.
Στεφ. Τζανάκης-ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Τον υποτίμησε το 2015 και του παρεδωσε τα κλειδιά του Μαξίμου. Αυτή τη φορά θα του παραδώσει τα κλειδιά της Κουμουνδούρου.
ΑπάντησηΔιαγραφή