Μαζί με το κλισέ περί «υπευθυνότητας και σοβαρότητας» που άρχισε να χρησιμοποιεί κατά κόρον ο κ. Κώστας Καραμανλής μετά τη μέχρι γελοιοποιήσεως απαξίωση της ηθικολογικής κοινοτοπίας περί «σεμνότητας και ταπεινότητας», σφηνώνει οπωσδήποτε στις δημηγορίες του και τον αφορισμό εκείνο σύμφωνα με τον οποίο «η διαφωνία είναι πολυτέλεια», οι δε κοινωνικές συγκρούσεις απαράδεκτες. Αμέσως έπειτα, κι όποιο κι αν είναι το ζήτημα που θίγει, απαιτεί από την αντιπολίτευση «συναίνεση» και «συνεννόηση», ιδιαίτερα επί των «εθνικών θεμάτων». Ποια θέματα εννοούνται ως εθνικά στη συνήθη πολιτική ρητορεία; Η Παιδεία προφανώς, εξ ου και το ξήλωμά της. Η Υγεία βεβαίως, εξ ου και η διάλυσή της, που κλονίζει πια τα ίδια τα θεμέλια. Η Άμυνα φυσικά, εξ ου και οι νέες «αγορές του αιώνα», αχρείαστες όπως και οι προηγούμενες. Το Περιβάλλον σίγουρα, εξ ου και η μη θέσπιση υπουργείου αποκλειστικά αφιερωμένου (έστω και κατά τίτλον) στην υπεράσπισή του. Η Οικονομία οπωσδήποτε, εξ ου και ο άνισος τρόπος με τον οποίο κατανέμονται τα βάρη μιας κρίσης που γεννήθηκε ακριβώς εξαιτίας της ανισότητας ανάμεσα στα «χρυσά παιδιά» και τις γενιές των εφτακοσίων ευρώ. Πώς και πού, λοιπόν, η συναίνεση όταν ούτε καν στο κυβερνών κόμμα δεν βρίσκονται πάνω από δύο στελέχη με την ίδια άποψη για ένα και το αυτό ζήτημα;
Οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις είναι ανεπίτρεπτες, επιμένει εν τούτοις ο πρωθυπουργός. Κι από κοντά επαναλαμβάνουν με υποτακτική μονοτονία το ίδιο τροπάριο όσοι έχουν αναλάβει να εκλαϊκεύουν τις απόψεις του, να τις «κατεβάζουν στον λαό». Ο κ. Κωστής Χατζηδάκης, λ.χ., υπουργός Μεταφορών προ ανασχηματισμού και τώρα υπουργός Αναπτύξεως, έχει αναπτύξει ολόκληρη θεωρία για να πείσει ότι πάσα διαφωνία είναι απαράδεκτη και πας αντιρρησίας αποσυνάγωγος. Το σκεπτικό του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περίπλοκο και ασαφές από κανέναν, όσο κακόπιστος κι αν είναι. Τρεις λέξεις το απαρτίζουν όλες κι όλες, μια φρασούλα ευκολοαπομνημόνευτη σαν σλόγκαν διαφήμισης, η οποία μάλιστα συνδέεται υπογείως με κομματικά συνθήματα που έχουν γράψει την ιστορία τους. «Είμαστε όλοι Ελληνες» λέει και ξαναλέει ο πρώην ευρωβουλευτής, το γεγονός δε ότι αυτοεπαναλαμβάνεται δεν κατάφερε να τον οδηγήσει στη σκέψη ότι οφείλει να πετάξει πια από πάνω του το ύφος του Αρχιμήδη (την ώρα του «Εύρηκα!»), που φορούσε όταν πρωτοεισήγαγε το δόγμα του. Πλήρη αποδελτίωση των δηλώσεων του κ. Χατζηδάκη δεν έχω κάνει δυστυχώς, πάντως ήδη από το 2007 ο υπουργός μας ελληνολογούσε στεντορείως. «Τώρα είμαστε πάνω απ’ όλα Ελληνες» κήρυσσε τον Αύγουστο του 2007, αρθρογραφώντας στον «Αδέσμευτο Τύπο», όταν καιγόταν η Ελλάδα. Τι εννοούσε; Ότι, εφόσον «τώρα όλοι είμαστε Ελληνες», και οι πυρποληθέντες και οι (εξ εγκληματικής αμέλειας) πυρπολητές, δεν πρέπει να «διαιρεθούμε» αναζητώντας υπεύθυνους, φταίχτες, ενόχους. «Όλοι είμαστε Ελληνες» δήλωσε και τον Οκτώβριο του 2008, μετά τη συνάντησή του με το Σωματείο Συμβασιούχων της Ολυμπιακής. Τι εννοούσε; Οτι, εφόσον «όλοι είμαστε Ελληνες», δεν πρέπει να αναζητούμε ευθύνες για την καταβαράθρωση της Ολυμπιακής ούτε να διαμαρτυρόμαστε για την εκποίησή της. Και τώρα, ως υπουργός Αναπτύξεως, ο κ. Χατζηδάκης από το ίδιο δόγμα αρπάζεται («Είμαστε όλοι Ελληνες») και τον ίδιο στόχο έχει: την αυτολογοκρισία εν ονόματι του αίματος, της κοινής καταγωγής. Γιατί αυτό που ζητάει είναι να πάψουμε να γκρινιάζουμε για το πώς πρέπει να επιμεριστούν τα βάρη της οικονομικής κρίσης και να εμπιστευτούμε τυφλά αυτούς που κανέναν λόγο δεν έχουμε να τους εμπιστευόμαστε όσο κρατούμε ανοιχτά τα μάτια και τ’ αυτιά μας: τους κυβερνήτες μας. Για φιλολογικούς και μόνο λόγους πάντως οφείλω να σημειώσω εδώ ότι ο κ. Χατζηδάκης έχει εισηγηθεί και ελαφρώς τροποποιημένες εκδοχές του δόγματός του· έχει διακηρύξει λ.χ. ότι «είμαστε όλοι ποδηλάτες στο ίδιο ποδήλατο» (αυτό σε λυρικότερες στιγμές του, ίσως πάντως και με τη διάθεση να πετάξει την πρόκα του στο γνωστό υπερευαίσθητο ποδήλατο του κ. Γ. Παπανδρέου). Υπό το κράτος ασυγκράτητου ουμανισμού πάλι, εξαπέλυσε τον Νοέμβριο του 2009 το καινοφανές ότι «είμαστε όλοι άνθρωποι», άρα δεν πρέπει να αλληλοστενοχωριόμαστε (κατά το καζαντζιδικό «είμαστ’ αδέρφια γι’ αυτό και δεν πρέπει όπου βρεθείς να με κατηγορείς»).
Το «Είμαστε όλοι Ελληνες» (όπως και το «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» παλαιότερα) δεν σημαίνει τίποτε από μόνο του. Αποκτά τη σημασία που του δίνει ο χρήστης του, αγαθός ή ιδιοτελής, αφελής ή κουτοπόνηρος, πολιτικός της ευθύτητας ή πολιτικάντης του καιροσκοπισμού. Μπορεί να γεννηθήκαμε στον ίδιο τόπο, αλλά δεν είμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο Ελληνες (ή Γερμανοί ή Αμερικάνοι ή...) ούτε για τους ίδιους λόγους. Ελληνας είναι, στα χαρτιά, ο πλούσιος και ο πένης, ο δεξιός και ο αριστερός, ο χριστιανός και ο άθρησκος, αυτό όμως δεν καθιέρωσε ποτέ και δεν πρόκειται να καθιερώσει (ούτε καν σε καιρό πολέμου) την απόλυτη ισότητα μεταξύ τους. Προσωπικά δεν θεωρώ δεδομένη την ελληνικότητά μου μια σίγουρη γονιδιακή κληρονομιά· τη βλέπω σαν μια ιδιότητα που πρέπει να την κατακτήσω, και μάλιστα σε διαρκή και σφοδρή σύγκρουση με άλλους που διεκδικούν την ελληνικότητά τους με τρόπο διαφορετικό από τον δικό μου, τη θεωρούν, επί παραδείγματι, «προνόμιο της Ιστορίας» ή «θεϊκή δωρεά». Δεν θέλω να είμαι Ελληνας με τον τρόπο του κ. Ψωμιάδη, του κ. Καρατζαφέρη ή του κ. Χατζηδάκη, λ.χ., όπως κι αυτοί, υποθέτω, δεν θέλουν να είναι Ελληνες με τον δικό μου τρόπο
Ιδού λοιπόν που η διαφωνία και η σύγκρουση δεν είναι «πολυτέλεια», αλλά ζωτική ανάγκη. Ποιος τάχα μπορεί να διανοηθεί μια κοινωνία δίχως διαφωνίες και συγκρούσεις όπως αυτή που ονειρεύεται ο κ. Καραμανλής, όπως την ονειρεύεται οποιοσδήποτε κρατάει περιστασιακά τα ηνία και θέλει να διαχειρίζεται δίχως μπελάδες ένα σώμα ομοιόμορφο, ομοιότροπο, ομοιόφωνο (μέχρις αφωνίας), αδρανές, παραδομένο στη μοίρα του; Ούτε καν η αρχική παραδείσια κοινωνία δεν είχε τέτοια γνωρίσματα, ακόμα κι όταν ήταν μόλις τριμελής (ο Αδάμ, η Εύα και ο όφις), για να μη φέρουμε στον νου μας τι συνέβη όταν οι πρωτόπλαστοι του μύθου απέκτησαν απογόνους, με διαφορετικές προσδοκίες και αντίπαλα συμφέροντα. Η διαφωνία, ο αντίλογος είναι η βαθύτερη υποχρέωση των ανθρώπων, ο τρόπος τους να υπάρχουν, ο μοναδικός τους τρόπος, ο ενστικτώδης αλλά και ο πολιτισμένος επίσης. Η διαφορά, η αντιδικία, η σύγκρουση, είναι η μηχανή και η βενζίνη ταυτόχρονα, ό,τι δημιουργεί τις κοινωνίες κι ό,τι τις κινεί, ό,τι τις κρατάει μακριά από την αφασία, την αβουλία, τη νάρκη και την καταβύθιση. Σε τούτα τα μέρη, μάλιστα, απ’ όσο παλιά κι αν πιάσουμε το νήμα, η διαφωνία ήταν τόσο σφοδρή ώστε ο εμφύλιος, στις ποικίλες μορφές του, να λογίζεται ως κυριότατος παραγωγός Ιστορίας. Να θυμηθούμε πόσες φορές οι Ελληνες πολεμώντας ξένους πολεμούσαν και μεταξύ τους, και με το ίδιο πάθος;
Οι κοινωνίες δεν παγώνουν κατόπιν εντολής. Δεν είναι πολυτέλεια, λοιπόν, η διαφωνία και δεν τίθεται εκποδών με ευχολόγια σφραγισμένα από προφανή ιδιοτέλεια. Κοινωνικός νόμος είναι, όπως εθιμικός νόμος είναι η δράση πολιτικών που καπηλεύονται τη διαφωνία αυτή, την κοινωνική ένταση, τις συγκρούσεις. Η απάντηση πάντως στην έκκληση του πρωθυπουργού για «παύση εχθροπραξιών» είναι εύκολη, έτοιμη. Είναι εκείνη που έδινε ο ίδιος, ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στους τορινούς κυβερνητικούς, που κι αυτοί ζητούσαν «υπευθυνότητα», δηλαδή απεμπόληση ή έστω προσωρινή «υποστολή» του δικαιώματος στη διαφωνία. Με ένα γέλιο δεν απαντούσε τότε ο κ. Καραμανλής; Με ένα γέλιο δεν θα απαντά αν ξαναβρεθεί στην αντιπολίτευση;
Tου Παντελη Μπουκαλα- Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.