Μερικά πράγματα δεν ξεχνιούνται. Είκοσι και κάτι χρόνια πριν. Νέος, φιλόδοξος,ανθεκτικός, ιδεολόγος, απόλυτος, με άγνοια κινδύνου. Ερωτευμένος με το επάγγελμα. Λάθος. Ερωτευμένος γενικά. Το επάγγελμα νόμιζα πως είχε γίνει περισσότερο για να με υπηρετήσει, παρά να το υπηρετήσω. Η δημοσιογραφία μύριζε ακόμη μελάνι, τυπογραφικά, φόβο και αγωνία για το αποτέλεσμα. Τα μεσημέρια, μύριζε παρέα και τηγανιτές πατάτες από ένα βρώμικο κυλικείο. Η Ελένη, ο Νίκος, η Τιτίνα...Πώς να ξεχάσεις; Γιατί να ξεχάσεις; Είχε φτάσει ένα τηλεγράφημα απ το πρακτορείο ΤΑΣΣ, 1.300 λέξεις. «Μικρέ κάντο 300». Το έκανα. Το πρώτο μου κείμενο.Το θαύμασα,πρόλαβα να το αγαπήσω και το έδοσα στον αρχισυντάκτη. Τον κοίταζα με προσμονή. Ψέματα, δεν τον κοίταζα. Νόμιζα. Είχα κλείσει τα μάτια και ευχόμουν μέσα μου «να μην βάλει το στυλό του στο κείμενο, να μη σβήσει κάτι, να μη διορθώσει». Δεν έβαλε. Με κοίταξε μόνο, σήκωσε το στυλό-εφιάλτη και έκανε έναν μορφασμό. «Μπράβο μικρέ». Ύστερα με μια κίνηση όλο αυτοπεποίθηση που θα μου θυμίζει πάντα τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία, μα πιο πολύ τη συγγένειά μας με την αυταπάτη, έκανε το χειρόγραφό μου κομμάτι. «Μπράβο, τώρα γράψε άλλο».
Έκανα καιρό να ξεπεράσω το σοκ που θεωρούσα αποτέλεσμα ενός σαδισμού απέναντι στους νέους δημοσιογράφους. Και πολύ περισσότερο για να καταλάβω πως δεν ήταν σαδισμός, αλλά το πρώτο μάθημα δημοσιογραφίας. Ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να ερωτεύεται το κείμενό του, να το θεωρεί το πιο πολύτιμο πράγμα που υπάρχει γιατί όχι μόνο οι άλλοι ,αλλά και ίδιος μπορεί να γράψει καλύτερο. Πρέπει να επιλέγει αυτά που χρειάζεται η ενημέρωση και όχι ο ίδιος και ο εγωισμός του. Πρέπει να μάθει να σβήνει και όχι μόνο να γράφει, όπως έλεγε ο Χεμινγουέι, εξηγώντας πώς κατάφερε να πάρει Νόμπελ λογοτεχνίας : «έμαθα να γράφω μαθαίνοντας να σβήνω. Το έμαθα για να γλυτώνω λέξεις , άρα λεφτά στα τηλεγραφήματα που έστελνα ως πολεμικός ανταποκριτής».
Στα επόμενα είκοσι χρόνια έσκισα αμέτρητα χειρόγραφά μου για να μην δώσω την ηδονή στους άλλους να μου τα σκίζουν. Έτσι ήταν οι παλιές εφημερίδες. Είχαν κανόνες. Πολλές φορές σκληρούς και άδικους ,αλλά κανόνες. Και η δημοσιογραφία είχε δασκάλους. Που μας έσκιζαν τα χειρόγραφα, μας νοιάζονταν, μας μάθαιναν. Την ιστορία αυτή με το σκισμένο χειρόγραφο την λέω όποτε με καλούν σε κάποια σχολή δημοσιογραφίας για κάποια διάλεξη σε νέους επίδοξους δημοσιογράφους. Γελάνε με την ψυχή τους, αλλά κανένας απ αυτούς δεν έχει συνδέσει τη δημοσιογραφία με τέτοιου είδους διαδικασίες. Είναι παιδιά της τηλεόρασης την εποχή που κυριαρχεί. Νομίζουν πως η δημοσιογραφία είναι τηλεόραση, άρα λάμψη, αναγνωρισιμότητα ,δύναμη, life style . Η τηλεόραση δεν είναι αυτά. Δεν είναι μόνο πούδρα του στούντιο, αλλά και σκόνη πεζοδρομίου. Ξενύχτι, άγχος, τρύπιο στομάχι, προσπάθεια επιβίωσης και προσπάθεια πολλών να μην επιβιώσεις. Είναι ένα βίαιο μέσο όσο και συγκλονιστικό. Πολλοί λένε πως άλλαξε την κοινωνία. Νομίζω πως άλλαξε τον άνθρωπο. Την ψυχοσωματική του διάπλαση.
Ο Πήτερ Αρνέτ μου έλεγε πως αν η τηλεόραση με τις απευθείας μεταδόσεις υπήρχε στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο πόλεμος θα είχε κρατήσει δέκα μήνες και όχι δέκα χρόνια. Είχε δίκιο. Με τα χρόνια η τηλεόραση άρχισε να αποστασιοποιείται από το σεμεδάκι που τη στόλιζε. Έπαψε να είναι αυτή η ρομαντική θύμιση με το «Μικρό σπίτι στο λιβάδι» , τη «Λάσυ» και το «Χαβάι 5-0». Δεν μπορούσαμε όμως να γυρίσουμε στην εποχή των εφημερίδων. Οι εφημερίδες, αφού πέρασαν την παιδική ασθένεια του «βρίζω την τηλεόραση» για να αποδείξω πως είμαι ο καλός, βούλιαξαν κάτω από το βάρος των κουπονιών, των DVD και τον προσφορών. Δεν μπόρεσαν όμως να κρατήσουν το βάρος της ενημέρωσης. Η τηλεόραση δεν μπορούσε βεβαίως να καταργηθεί αν και όλοι ομολογούν πως αυτό ίσως να ήταν πιο υγιεινό. Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Οι εφημερίδες ήταν ένα είδος επιταγής που συνυπέγραφε μια ομάδα πολιτικών και επιχειρηματιών με το άρρωστο σύστημα της οικονομικής και πολιτικής διαπλοκής. Έκαναν αυτό που τους συνέφερε αλλά δημιουργούσαν και την αυτοκατάργησή τους. Απλώς δεν το καταλάβαιναν. Ώσπου ήρθε το ίντερνετ.
Μια ομάδα ανθρώπων, με λιγότερο κόστος, μπορεί να κάνει αυτό που οι εκδότες εμφανίζουν ως το τελετουργικό της ενημέρωσης και της δημοκρατίας. Ας μην μπούμε στην συζήτηση ποιά ενημέρωση και ποιά δημοκρατία. Ας μείνουμε στα πρακτικά. Ένα νέο μέσο, χωρίς κόστος, πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά κάνει το ίδιο πράγμα. Οι εφημερίδες σβήνουν. Σε μερικά χρόνια ίσως να μην υπάρχουν. Η τηλεόραση χάνει διαφήμιση δραματικά, προσπαθώντας με φτηνό πρόγραμμα να κρατήσει μπροστά της, κάποια φρικιά, θύματα της παρατεταμένης τηλεθέασης.
Όλα αλλάζουν. Και τίποτα δεν μπορεί να τα ανατρέψει. Δεν μπορεί να πείσει κανένας τον πιτσιρικά που σερφάρει στο ίντερνετ επιλέγοντας της διαδραστική ενημέρωση, πως πρέπει να ανταλλάξει το δικαίωμα της επιλογής, με μερικές σελίδες μουντό χαρτί ή με μια παράσταση ανοησίας από ξεθωριασμένες ψεύτικες ξανθές που αναφωνούν «ουάου» μπροστά σε μια κάμερα που λες και τις φέρνει σε οργασμό. Τα πράγματα αλλάζουν όχι γιατί επιλέγει κάποιος να τα αλλάξει αλλά γιατί αυτή είναι η δυναμική τους. Όσοι ονειρεύονται ένα αντιιρνετικό come back, απλώς επιλέγουν την οπισθοδρόμηση. Τα πράγματα αλλάζουν γιατί ήρθε η ώρα τους. Γιατί την δημιούργησαν οι νέες τεχνολογίες. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο συνομιλούν , ανταλλάσουν απόψεις, αλληλοενημερώνονται. Και το θεωρούν πιο χρήσιμο και αποτελεσματικό απ αυτό που παρέχει η παραδοσιακή δημοσιογραφία. Ας κρατήσουμε απ την παλιά δημοσιογραφία τους κανόνες. Ίσως δεν είναι τόσο σπουδαία όσο θέλουμε να την παρουσιάζουμε. Οι τηλεοράσεις και οι εφημερίδες είναι γεμάτες από δημοσιογράφους εκμαυλισμένους που κάνουν ρεπορταζ τις εντολές που παίρνουν. Την τελευταία δεκαετία γράφτηκαν απίστευτες μπούρδες από αναλυτές και κίνσορες οι οποίες κατέπεσαν μαζί με τα golden boys που άρχισαν να πηδάνε απ τα παράθυρα της Γουόλ στριτ. Ας αφήσουμε λοιπόν τα τοτέμ της νοσταλγίας και του προστατευτισμού και ας δούμε πού μας οδηγεί η ζωή.
Στον πρώτο πόλεμο που κάλυψα το 1991, έδινα 12 δολάρια το λεπτό, για να δίνω μια ανταπόκριση από ένα δορυφορικό τηλέφωνο που γέμιζε ένα δωμάτιο. Στον τελευταίο πόλεμο στο Ιράκ, το δικό μου δορυφορικό τηλέφωνο, που κόστιζε όσο μερικές μόνο ανταποκρίσεις μου στο παρελθόν, ήταν μικρότερο από το λαπτοπ. Στα προχθεσινά επεισόδια στην Τεχεράνη, πολίτες με ερασιτεχνικές κάμερες, τράβηξαν εικόνα και την έστειλαν μέσω ίντερνετ σε όλο τον κόσμο.
Δεν μπαίνει θέμα λοιπόν στο πώς διαμορφώνονται τα πράγματα. Το ίντερνετ βέβαια δεν είναι ένας χώρος αξιωματικής ελευθερίας. Η ωραιοποιημένη άποψη που βλέπει το ίντερνετ ρομαντικά, ως πεδίο ελευθερίας, που μάλιστα δεν θα αλλάξει ποτέ, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ένα ίντερνετ που θα αναιρέσει τον ελεύθερο εαυτό του, αφού δεν έχει κάνει τίποτα για να τον προστατέψει.
Στο διαδίκτυο ,όπως και στη ζωή, υπάρχουν τα συμφέροντα, οι κακόβουλοι, τα ψέματα και οι αλήθειες. Παρέχει όμως κάτι που δεν παρέχει άλλο μέσο. Μπορεί ο καθένας να έχει λόγο. Όσοι σήμερα διαλέγουν να επιδεικνύουν τους κινδύνους για να μειώσουν την ισχύ του νέου μέσου, επειδή δεν μπορούν να το ελέγξουν, υπογράφουν την καταδίκη τους.
Σε αυτό το νέο μέσο και στη γοητεία του αποφασίσαμε να εκτεθούμε. Δημιουργώντας ένα site με ειδησεογραφία, απόψεις και αυτό που εμείς αποκαλούμε καλή τηλεόραση. Δεν έχουμε άλλο τρόπο να υπερασπιστούμε την αλήθεια μας. Γιατί σημασία για την αλήθεια δεν έχει ποιο μέσο βρίσκει για να γίνεται γνωστή, αλλά να ακούγεται. Και η ηλεκτρονική αλήθεια, αλήθεια είναι. Αρκεί να αντέξουμε... www.koutipandoras.gr |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.