Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν α-α-ακυβέρνητο, οέ-οέ , οέ, οέ…

 (ή: Πώς πριν από το καλοκαίρι / το φούντο γλίτωσαν οι γέροι….)

Η καταιγίδα λυσσομανούσε. Το καράβι έβαζε από παντού νερά. Ήδη η πλώρη του είχε πάρει κλίση 45 μοιρών και ήταν έτοιμη να βουλιάξει. Όμως το πλήρωμα στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα, γιατί είχαν γίνει από
δυο χωριά χωριάτες. Ο νεαρός Τσύριζας και οι έντεκα φίλοι του είχαν καταφέρει ν’ ανεβούν ψηλά στην πρύμνη και από κει («αφ’ υψηλού», που λένε) παρακολουθούσαν στη μέση
του καραβιού τον καπετάνιο κι απέναντι στην πλώρη, που κόντευε να φουντάρει, «τους άλλους».
Ο καπετάν Παπαντίνος ταξίδευε αρχικά ως απλός επιβάτης. Πριν από λίγο καιρό όμως, όταν ο προηγούμενος καπετάνιος του
«Odyssey», βλέποντας τα σκούρα, είχε παραιτηθεί εν πλω, οι περισσότεροι από το πλήρωμα τον είχαν παρακαλέσει να αναλάβει προσωρινά το κουμάντοκαι δέχτηκε. Ο ίδιος ήταν άξιος άνθρωπος και για πολλές βδομάδες είχε καταφέρει να κρατήσει όρθιο
το σκάφος στη ρότα του. Από τότε όμως που η θύελλα χειροτέρεψε, μάταια προσπαθούσε να τους πείσει
να πάρουν τις μάνικες και τους κουβάδες και ν’αρχίσουν όλοι μαζί ν’αδειάζουν το νερό, για να σωθούν.-Κουνηθείτε γιατί πνιγόμαστε! τους φώναξε, σε μια ύστατη προσπάθεια να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο και να σκεφτούν λογικά.
-Ας πνιγούμε! Μου φτάνει που θα δω τους άλλους στην

πλώρη να πεθαίνουν πρώτοι! αποκρίθηκε ο Τσύριζας.
Το είπε και το πίστευε! Του έφτανε,να δει να πνίγονται «οι άλλοι». Και του περίσσευε να πνιγεί κι ίδιος αργότερα, έχοντας την ικανοποίηση ότι «η τρόικα», οι τρεις τραπεζίτες, που θεωρούσε ότι τους εκμεταλλεύονταν και
τους δάνειζαν με το ζόρι, θα καταλάβαιναν επιτέλους ότι θα χάσουν όλα όσα τους χρωστούσαν κι, αργά ή
γρήγορα, θα τους έπαιρνε κι εκείνους και θα τους σήκωνε…
Έτσι αποκρίθηκε στην ύστατη έκκληση του καπετάνιου εκ μέρους και των φίλων του ο νεαρός Τσύριζας. Ο
Παπαντίνος περίμενε λίγο ακόμα, ελπίζοντας πως θα τον βοηθούσαν τουλάχιστον «οι άλλοι», που βρίσκονταν στην πλώρη, να σώσει το πλοίο.
Όμως εκείνοι δεν απάντησαν καν.
Έχοντας παγώσει από το φόβο τους,
σκέφτονταν ο καθένας τον εαυτό
του και δεν έκαναν πλέον καμιά
προσπάθεια να βοηθήσουν…
Νιώθοντας απόγνωση για τη στάση
των μελών του πληρώματος, ο Παπαντίνος τους φώναξε: «Εγώ παραιτούμαι. Εσείς δε θέλατε καπετάνιο, ψυχίατρο θέλατε!»
Μετά από αυτήν τη δήλωση, παράτησε το τιμόνι και κατευθύνθηκε
προς την καμπίνα του, για να προσευχηθεί, μήπως και τους λυπηθεί ο Θεός και βάλει το χέρι του.
Καθ’ οδόν, πάντως, αναλογίστηκε
την απάντηση του νεαρού Τσύριζα,
που είχε το περίεργο βαφτιστικό «Αλλού». Η ειρωνική εξήγηση «των άλλων» γι’αυτό το βαφτιστικό, ήταν πως
«ο Αλλού ζούσε αλλού». Η εξήγηση
αυτή, σκέφτηκε ο Παπαντίνος, δεν
απείχε και πολύ από την πραγματικότητα. Η συμπεριφορά του Αλλού έδειχνε
συχνά πως ζούσε στον κόσμο του κι έβλεπε οράματα. Ένα από τα παλιά οράματά του
ήταν ότι θα εξασφάλιζε τζάμπα πετρέλαιο
για το καράβι τους από την Τσαβία. Ένα δεύτερο ότι οι Ρώσοι και οι Κινέζοι παρακαλούσαν να δανείσουν «τους άλλους» για τις
ανάγκες του πλοίου και μάλιστα με επιτόκιο
πολύ χαμηλότερο από αυτό της τρόικας των
τραπεζιτών, αλλά «οι άλλοι», που έκαναν
τότε κουμάντο στο καράβι, είχαν απορρίψει
την προσφορά. Ένα τρίτο ότι η ωραία Αλεξάντρα, χήρα του δημοσιογράφου Παπαρίζα, θα υπέκυπτε στη γοητεία του και θα
πήγαινε μαζί του. Και το τέταρτο και πλέον
πρόσφατο ότι οι επιβάτες του καραβιού, που
ήταν μπουχτισμένοι και αγανακτισμένοι
από το κουμάντο «των άλλων», θα ψήφιζαν
εκείνον για αρχηγό, που ήταν και νέος, με
φρέσκες ιδέες κι έτοιμος να αναλάβει με την
παρέα του το καράβι.
Η αλήθεια είναι πως, μετά την παραίτηση
του Παπαντίνου, την αρχηγία την πρότειναν
στον Αλλού και «οι άλλοι». Ίσως γιατί επιτέλους κατάλαβαν ότι, ώσπου να ψηφίσουν οι επιβάτες για νέο αρχηγό, το ακυβέρνητο πια καράβι θα βούλιαζε μια ώρα
αρχύτερα. Όμως ο Αλλού, για να καταδεχτεί
να αναλάβει, τους έθεσε δυο όρους. Πρώτον, να του υποβάλλουν δήλωση μετανοίας για το γεγονός ότι δέχτηκαν να υπογράψουν τη δανειακή σύμβαση με την τρόικα
των τραπεζιτών και, με την υπόδειξή της, να
προσλάβουν ως προσωρινό καπετάνιο τον
Παπαντίνο. Και δεύτερον, να στείλουν «Εσεμές» στην τρόικα και να της λένε ότι κακώς υπέγραψαν γι’ αυτό το «επαχθές» χρέος
και ότι παίρνουν πίσω τις υπογραφές τους.
«Οι άλλοι», όπως ήταν αναμενόμενο, δε δέχτηκαν αυτούς τους ταπεινωτικούς όρους
και τον ρώτησαν αν είχε κάποια άλλη πρόταση. Ο Αλλού σκέφτηκε για μια στιγμή να
τους προτείνει για «υπηρεσιακό» καπετάνιο τον κολλητό του τον Παπαντινούλη με το σκεπτικό «Τι Παπαντίνος, τι Παπαντινούλης!»
Όμως θυμήθηκε ότι ο κολλητός του δεν είχε
ιδέα από ναυσιπλοΐα και «οι άλλοι» θα του
απαντούσαν «κι η μυλωνού τον άντρα της
με τους πραματευτάδες». Αμέσως μετά θυμήθηκε τη Λουκία, η οποία, σε αντίθεση με
την Αλεξάντρα, έδειχνε περισσότερο πρόθυμη να πει το ναι και να πάει μαζί του. Η Λουκία ήταν ακόμα πιο όμορφη από τη χήρα του Παπαρίζα.
Βέβαια δεν ανήκε ακόμα στις χήρες, που
αποτελούσαν την αδυναμία του Αλλού,
αλλά σε λίγο θα αποκτούσε κι εκείνη τον τίτλο, καθότι ο άντρας της ο Γεράσιμος, απόμαχος ναυτικός από την Κεφαλλονιά, είχε
προ πολλού καβατζάρει τα ογδόντα. «Μια
χειρονομία ένδειξης εκτίμησης προς τον
άντρα της, ασφαλώς θα τη συγκινήσει»,
σκέφτηκε ο Αλλού. Πρότεινε, λοιπόν, για τη
θέση του καπετάνιου, προσωρινά ως τις
εκλογές, το Γεράσιμο! Ευλόγως, «οι άλλοι»,
αγνοώντας τη σκοπιμότητα αυτής της πρότασής του, την απέρριψαν και του υπενθύμισαν πως ο γερο- Γεράσιμος ετοιμαζόταν
πλέον για τον διάπλου του Αχέροντα και πως
η γυναίκα του η Λουκία είχε ήδη έτοιμες τις
πλερέζες.
Ώρες πολλές κράτησε η διαπραγμάτευση
με τη μια πλευρά να προτείνει και την άλλη
να απορρίπτει. Τελικά, μπροστά στον κίνδυνο να βουλιάξουν, έχοντας στην πλώρη
την ταμπέλα «Ζητείται καπετάνιος προ-
σωρινής απασχόλησης», ανέθεσαν για λίγες
μόνο μέρες τα καθήκοντα του καπετάνιου
σ’ έναν επιβάτη, ο οποίος ήταν άξιος άνθρωπος και είχε και κάποιες γνώσεις ναυσιπλοΐας, γιατί διέθετε ψαρόβαρκα με εξωλέμβιο. Ήταν πολύ Πικραμένος από τον
σκυλοκαβγά του πληρώματος και τις δυσοίωνες προοπτικές για την τύχη του καραβιού αυτός ο επιβάτης και, προσωπικά, πίστευε πως άλλο είναι να κουμαντάρεις μια
βάρκα κι άλλο ολόκληρο καράβι στη μέση
του Ωκεανού.Ωστόσο, δέχτηκε να πιάσει το
τιμόνι, γιατί σαν λογικός άνθρωπος είπε στον
εαυτό του: «Απ’ το ντιπ τ’ ολότελα καπετάνιος, καλός είσαι κι εσύ Παναγιώτη μου…».
Την περίοδο που το καράβι με τον καπετάν Παναγιώτη στο τιμόνι πάλευε με τα κύματα, ο Αλλού, ο Παπαντινούλης και οι
υπόλοιποι φίλοι τους, συζητούσαν για το πού
και πώς θα το οδηγήσουν, όταν (όπως είχαν
αρχίσει πλέον να πιστεύουν) οι απελπισμένοι επιβάτες θα τους ανέθεταν το κουμάντο.
Επί μέρες αρκετές άλλος έλεγε το κοντό του κι άλλος το μακρύ του, χωρίς να μπορούν να συμφωνήσουν. Η μοναδική συμφωνία που έκαναν ήταν να λένε στους επιβάτες, να μην
φοβούνται, γιατί με τον Αλλού τιμονιέρη το
σκάφος δεν θα κινδύνευε να βουλιάξει.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών
βγήκαν από τις καμπίνες τους στο κατάστρωμα δυο ηλικιωμένοι επιβάτες, για να
δουν μήπως και φάνηκε στεριά. Ο ένας απ’
αυτούς δεν έβλεπε καλά , αλλά ο άλλος που
ήταν παλιός ναυτικός, βλέποντας τη ρότα
τους και κάτι τεράστια βράχια στο βάθος,
άρχισε να φωνάζει πως το καράβι πήγαινε
κατ’ ευθείαν για τα βράχια.
Ακούγοντας το γέρο να τσιρίζει ο Βοθροτσόπουλος, ένας διανοούμενος αξιωματικός του Τσύριζα, που ήταν και συγγραφέας και ως εκ τούτου είχε, ποιητική
αδεία, το δικαίωμα να χρησιμοποιεί όποια
βρισιά του κατέβαινε, φώναξε:
-Τι τσιρίζεις, ρε κωλόγερε;
Του είπε κι άλλα «γαλλικά» ο Βοθροτσόπουλος, ο οποίος, ως διανοούμενος, προοριζόταν να αναλάβει τα θέματα Παιδείας,
Θρησκευμάτων και Πολιτισμού, αν και όταν
κάποτε τα κατάφερναν να φτάσουν στην Ιθάκη τους. Ανάμεσα στα επίθετα και τις προ-
τροπές που του απηύθυνε γαλλιστί, δεν παρέλειψε φυσικά την αγαπημένη του φράση,
εκείνο το «άι γαβγίσου» -ή κάπως έτσι- που
ο ίδιος είχε απευθύνει πριν λίγες μέρες σε κάποιον Σταυρίδη, ο οποίος ήταν μέλος μιας
υποομάδας «των άλλων».Όταν τελείωσε πάντως τα «γαλλικά», ο άλλος γέρος, που δεν
έβλεπε πολύ καλά, και νόμισε ότι ο οργισμένος συγγραφέας απευθυνόταν σ’ αυτόν, του αποκρίθηκε δειλά δειλά:
-Δεν τσίριζα εγώ, παιδί μου, αλλά ο φίλος
μου ο Νικόλας, από δω.
Ο Νικόλας, όπως προανέφερα, έβλεπε καλύτερα από το φίλο του. Επειδή όμως ήταν
λίγο αργόστροφος και πολύ βαρήκοος -σχεδόν κουφός- μπερδεύτηκε! Κατ’αρχήν θεώρησε ότι ο θυμωμένος Βοθροτσόπουλος
ανήκε στην ομάδα «των άλλων». Και νομίζοντας ότι ο φίλος είπε «Δε θα ψηφίσωΤσύριζα εγώ, παιδί μου», έσπευσε με τη σειρά
του να καθησυχάσει το συγγραφέα, αποκαλύπτοντας και τη δική του πρόθεση:
-Ούτε εγώ θα ψηφίσωΤσύριζα! Με τα μυαλά που φοράει αυτός, θα μας φουντάρει μια
ώρα αρχύτερα!
-Τον ακούς; φώναξε στον Αλλού έξαλλος
ο Βοθροτσόπουλος. Όλοι οι γέροι είναι εναντίον μας. Αυτοί με τις επιλογές τους ψήφιζαν «τους άλλους», που μας φόρτωσαν τον
Παπαντίνο. Γιατί δεν τους πετάμε στη θάλασσα τους κωλόγερους;
-Δεν είναι κακή ιδέα, είπε στον Αλλού κι ο
ντόκτωρ Ντραγκασάκης , που ήταν οικονομολόγος και τον προόριζαν να αναλάβει τη
διαχείριση των αποθεμάτων στο καράβι.
-Έτσι θα κάνουμε και οικονομία, συνέχισε. Γιατί, δυστυχώς -και αντίθετα από αυτά
που λέμε στους επιβάτες- τα τρόφιμα λιγοστεύουν και αργά ή γρήγορα θα πρέπει,
όπως λέει και το τραγούδι, να ρίξουμε στον
κλήρο «να δούμε ποιος θα φαγωθεί».
-Αν το κάνουμε αυτό πρέπει να φουντάρουμε και τους δικούς μας, είπε ανήσυχος
ο Αλλού.Τι θα πει η Ευρώπη των Λαών, όταν
μάθει ότι ξεπαστρέψαμε όλους τους γέρους,
εκτός από το σύντροφο Μανόλη και το Γεράσιμο; Θα μας κατηγορήσουν ότι ασκού-
με κι εμείς πολιτική «ημετέρων», όπως «οι άλλοι».
-Στα αποτέτοια μας τι θα πει η Ευρώπη, ξαναφώναξε ο Βοθροτσόπουλος.
-Θα τους πούμε ότι ο σύντροφος Μανόλης επέζησε ως αιώνιο σύμβολο της αντίστασης κατά της «μαντάμ» και των προγόνων της, έριξε την ιδέα ο Στρατουλάκης, που
ήταν κι αυτός ντόκτωρ με λαμπρές ιδέες για
τα οικονομικά, όπως ο Ντραγκασάκης.
-Και ότι ο Γεράσιμος επέζησε ως κατευθείαν απόγονος του Βούδα, συμπλήρωσε πάραυτα ο Λαφαγάκης.
Αυτοί οι δυο, ο Στρατουλάκης με τον Λαφαγάκη πήγαιναν πακέτο και φιλοδοξούσαν
ν’αποτελέσουν μαζί με τονΝταγκασάκη την
τρόικα των τσυριζαίων, που θα κατατρόπωνε
την τρόικα των τραπεζιτών.
Τώρα πλέον είχε φτάσει η στιγμή να μιλήσει και η κόρη του Κωστακόπουλου. Η νεαρή νομομαθής και διεθνολόγος της ομάδας του Τσύριζα, που προοριζόταν να αναλάβει τις διεθνείς σχέσεις, είχε μονίμως γλιστρίδες στο στόμα της και μετά δυσκολίας
το κρατούσε τόση ώρα κλειστό.
-Να τους φουντάρουμε τους γέρους, αλλά
με μια προϋπόθεση. Από τη γεροντοκτονία
θα εξαιρεθεί και ο μπαμπάς μου, ως σύμβολο των εισαγγελέων και επίτιμος αρχηγός
της ομάδας μας. Συμφωνείτε;
-Σύμφωνοι, σύμφωνοι, είπαν μ’ ένα στόμα η ΡΟΖΑ και ο Κόκκινος.
Ήταν μια από τις σπάνιες φορές που συμφώνησαν σε κάτι περισσότεροι από τους μισούς της εντεκάδας των τσυριζαίων. Όμως ο μέγας Αλλού διαφώνησε:
-Όχι, όχι! Θα ήταν λάθος να τους ξεπαστρέψουμε τους γέρους. Όχι μόνο γιατί δε
θα μας πιστέψουν ότι τα τίναξαν όλοι οι άλλοι, εκτός από τους δικούς μας, αλλά και για
έναν άλλο λόγο.
-Ποιον; ρώτησαν μ’ένα στόμα όλοι οι σύντροφοι.
-Αν ξεπαστρέψουμε τους γέρους, πώς
θα ξαναγεμίσουν τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία του νησιού μας; Και τι δικαιολογία θα βρούμε, όταν θα φτάσουμε στην Ιθάκη, για να κάνουμε 100.000 διορισμούς στο
Δημόσιο, όπως δεσμευτήκαμε στο πρόγραμμά μας; Οι δημόσιες υπηρεσίες και οι
οργανισμοί της είναι τίγκα από τους διορισμούς, που έκαναν «οι άλλοι». Εκεί δεν
υπάρχει ούτε καρέκλα για τους νέους.Τα μοναδικά κενά, για να βολέψουμε «τα δικά μας
παιδιά», είναι αυτά που θα δημιουργηθούν
στον τραπεζικό κλάδο, όταν ολοκληρώσουμε τις κρατικοποιήσεις και ιδίως αυτά σε
νοσηλευτικό προσωπικό, που θα προκύψουν στα νοσοκομεία και τα γηροκομεία του
νησιού αμέσως μόλις στείλουμε εκεί για νοσηλεία και φροντίδα τόσα γερόντια.
Ακούγοντας την εξήγηση του μεγάλου Αλλού, κατάλαβαν όλοι ότι είχε δίκιο. Χωρίς γέρους στα νοσοκομεία και στα γηροκομεία,
η υλοποίηση του ρεαλιστικού στόχου για
100.000 νέους διορισμούς στο δημόσιο θα
παρέμενε «όνειρο θερινής νυκτός» του 2012.
* * *
Έτσι οι γέροι, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται -φευ- και ο αφηγητής τούτης της
ιστορίας, τη γλιτώσαμε, τουλάχιστο προσωρινά. Δεν ξέρω βέβαια τι θ’απογίνει το καράβι που εξακολουθεί μισοακυβέρνητο να
μπάζει από παντού νερά. Το αν θα σωθεί,
για να τελειώσει κι η περιπέτειά μας σαν παραμύθι με το «έζησαν οι νέοι καλά» (κι οι γέροι πέθαναν από φυσικό θάνατο κι όχι
επειδή το καράβι βούλιαξε ή ξέμεινε από
τρόφιμα και φάρμακα), θ’αργήσουμε πολύ
να το μάθουμε. Το αν θα φουντάρει όμως,
θα το ξέρουμε σύντομα, λίγο μετά τις 17 Ιουνίου. Μόνο που για το ναυάγιο δε θα φταίει τόσο ο καπετάνιος, που θα διαδεχτεί τον
πικραμένο Παναγιώτη, όσο εμείς οι επιβάτες που θα τον έχουμε διαλέξει…


Θάνος Μπλούνας-εφ."Ημέρα"
(Σημείωση του συντάκτη: Η ιστορία αποτελεί παραλλαγή σύντομου κειμένου του Μιχ. Πολυδώρου, που
διάβασα χτες Κυριακή 20.5.2012 στο ιστολόγιο «Πελασγία» κι ο τίτλος της σχετίζεται με σκίτσο του ΚΥΡ
στο ΒΗΜΑτης ίδιας μέρας, που απεικονίζει τον Τιτανικό με την επιγραφή «Ζητείται καπετάνιος»)

2 σχόλια:

  1. άντε δήμαρχε μας έκανες και γελάσαμε λίγο..μια όαση στις μέρες μας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ ΓΕΡΟΝΤΑΚΙ :ΠΑΝΤΩΣ ΟΠΟΙΟΣ ΤΩΡΑ ΑΡΡΩΣΤΗΣΕΙ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΜΟΝΟ ΝΕΚΡΟΤΟΜΟ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.

Η Πελασγία από ψηλά