Από την εξωτική και εξαθλιωμένη Αβάνα ο κομαντάντε Τσίπρας (χωρίς
λευκό μαντιλάκι στο σακάκι) αποχαιρέτισε «τον Φιντέλ των φτωχών, των
καταπιεσμένων και των ανυπότακτων», όπως είπε σε μια σπάνια έκλαμψη
ρεαλισμού και ειλικρίνειας, καθώς μπροστά του είχε ένα κοινό που το
αποτελούσαν πράγματι φτωχοί και καταπιεσμένοι, εξαιτίας του αειμνήστου
δικτάτορα. (Οι ανυπότακτοι ήσαν, προφανώς, στη φυλακή ή απέναντι, στη
Φλόριντα.)
Πολλοί ενοχλήθηκαν από τον ιστορικά αβάσιμο παραλληλισμό που επιχείρησε μεταξύ της Κουβανικής Επανάστασης και της Ελληνικής του 1821. «Οπως ο κουβανικός», είπε, «έτσι και ο ελληνικός λαός δεν δίστασε σε κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας να σηκώσει το ανάστημά του και να
παλέψει κόντρα σε ισχυρούς και παντοδύναμους αντιπάλους, για να διεκδικήσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία του, την αξιοπρέπεια και το δίκιο του». Μολονότι η σύγκριση γενικώς δεν στέκεται ιστορικά, ως προς ένα σημείο της μπορούμε να πούμε ότι ευσταθεί· και, συγκεκριμένα, ως προς την ατυχή κατάληξη των δύο επαναστάσεων. Η μεν κουβανική κατέληξε σε κομμουνιστική δικτατορία, η δε ελληνική κατέληξε ουσιαστικά σε επιβολή των κλεφτών, των αρματολών και των κοτζαμπάσηδων – δηλαδή, σε όλη αυτή την ιδιόρρυθμη κατάσταση που μας περιέχει και την οποία ονομάζουμε Υπαρκτό Ελληνισμό.
Πέρα από αστεϊσμούς, όμως, ο επικήδειος που εκφώνησε ο κομαντάντε Τσίπρας ήταν εξοργιστικά προκλητικός και σκοπίμως. Ιδίως στο σημείο όπου, με τον αρμόζοντα αριστερό λυρισμό, παρουσίασε την Ελλάδα περίπου σαν δουλικό της Ευρώπης: «Εχουμε όμως κι εμείς τους δικούς μας δυνάστες. Την απάνθρωπη λογική των νόμων της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού. Και δίνουμε και εμείς, από τη μακρινή Ελλάδα, τον δικό μας αγώνα για τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια». Σας δίνει στα νεύρα, το ξέρω· το ίδιο και σε εμένα. Ομως, η στοιχειώδης εντιμότητα προς τους αναγνώστες επιβάλλει να παραδεχθώ ότι και εδώ ο κομαντάντε δεν έχει τελείως άδικο. Είτε μας αρέσει να το ακούμε είτε όχι, η πραγματικότητα είναι ότι η αντίσταση στους νόμους της αγοράς και ο φόβος της ελευθερίας δεν περιορίζονται στην Αριστερά και στις εκδοχές της, αλλά απλώνονται σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα και το διαβρώνουν. Δεν μου φαίνεται τυχαίο εξάλλου ότι, καταδικάζοντας τον νεοφιλελευθερισμό, ο κομαντάντε μας, μολονότι λάτρης και μελετητής των κλασικών του Μαρξισμού, προτίμησε να επικαλεσθεί (να κάνει κουόουτ, που λέμε) έναν σύγχρονο κλασικό του Μαρξισμού, τον κ. Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, από την ιστορική εκείνη ομιλία του περί νεοφιλελευθερισμού.
Η οργή όσων προσβάλλονται από την παρουσία του Τσίπρα στην Αβάνα, σε ρόλο Βαλκάνιου κομαντάντε ή, έστω, «νοτιοανατολικοευρωπαίου» κομαντάντε, ήταν η επιδίωξη του πρωθυπουργού, όχι μια παράπλευρη απώλεια που την αγνόησε. Οι επιθέσεις και η κριτική που δέχεται για τη συμμετοχή του στην κηδεία είναι αυτό με το οποίο ελπίζει ότι θα συσπειρώσει τους δικούς του, τον πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το περιβόητο 4% μπανιάδων (επιγόνων του Γ. Μπανιά), αριστεριστών, νεοκομμουνιστών και αλτουσερικών. Δεν έχει να τους προσφέρει τίποτε καλύτερο, με τα ποσοστά του κόμματος να καταποντίζονται στις δημοσκοπήσεις και τους βουλευτές να στέλνουν μηνύματα ανταρσίας. Σε αυτούς απευθυνόταν κυρίως και σαφέστερος δεν μπορούσε να γίνει από όσο όταν επεσήμαινε το κύριο δίδαγμα από τον βίο του εκλιπόντος: «Μας έμαθε ότι ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν είναι ανθόσπαρτος. Εχει δυσκολίες, έχει υποχωρήσεις, έχει σκαμπανεβάσματα και απαιτεί μεγάλες θυσίες».
Τζάμπα ο κόπος, νομίζω. Ο κομαντάντε Τσίπρας έκλεισε την ομιλία του στην «ανοικτή, λαϊκή εκδήλωση» με έναν μεγαλοπρεπή μπακαλιάρο: ταύτισε τον Φιντέλ Κάστρο με όσους αγωνίζονται «να διεκδικήσουν το αδύνατο, προκειμένου να πάψουν να ζουν το αδιανόητο». Αν φαντάζεται και τον εαυτό του υπό αυτούς τους όρους, κάνει λάθος. Αυτός πραγματοποίησε το αδιανόητο, προκειμένου να διεκδικήσει το αδύνατο, δηλαδή να κρατηθεί στην εξουσία με την ψήφο του ελληνικού λαού. Γιατί, ευτυχώς, ούτε είμαστε ούτε πρόκειται ποτέ να γίνουμε Κούβα.
Στ. Κασιμάτης-Καθημερινή
Πολλοί ενοχλήθηκαν από τον ιστορικά αβάσιμο παραλληλισμό που επιχείρησε μεταξύ της Κουβανικής Επανάστασης και της Ελληνικής του 1821. «Οπως ο κουβανικός», είπε, «έτσι και ο ελληνικός λαός δεν δίστασε σε κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας να σηκώσει το ανάστημά του και να
παλέψει κόντρα σε ισχυρούς και παντοδύναμους αντιπάλους, για να διεκδικήσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία του, την αξιοπρέπεια και το δίκιο του». Μολονότι η σύγκριση γενικώς δεν στέκεται ιστορικά, ως προς ένα σημείο της μπορούμε να πούμε ότι ευσταθεί· και, συγκεκριμένα, ως προς την ατυχή κατάληξη των δύο επαναστάσεων. Η μεν κουβανική κατέληξε σε κομμουνιστική δικτατορία, η δε ελληνική κατέληξε ουσιαστικά σε επιβολή των κλεφτών, των αρματολών και των κοτζαμπάσηδων – δηλαδή, σε όλη αυτή την ιδιόρρυθμη κατάσταση που μας περιέχει και την οποία ονομάζουμε Υπαρκτό Ελληνισμό.
Πέρα από αστεϊσμούς, όμως, ο επικήδειος που εκφώνησε ο κομαντάντε Τσίπρας ήταν εξοργιστικά προκλητικός και σκοπίμως. Ιδίως στο σημείο όπου, με τον αρμόζοντα αριστερό λυρισμό, παρουσίασε την Ελλάδα περίπου σαν δουλικό της Ευρώπης: «Εχουμε όμως κι εμείς τους δικούς μας δυνάστες. Την απάνθρωπη λογική των νόμων της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού. Και δίνουμε και εμείς, από τη μακρινή Ελλάδα, τον δικό μας αγώνα για τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια». Σας δίνει στα νεύρα, το ξέρω· το ίδιο και σε εμένα. Ομως, η στοιχειώδης εντιμότητα προς τους αναγνώστες επιβάλλει να παραδεχθώ ότι και εδώ ο κομαντάντε δεν έχει τελείως άδικο. Είτε μας αρέσει να το ακούμε είτε όχι, η πραγματικότητα είναι ότι η αντίσταση στους νόμους της αγοράς και ο φόβος της ελευθερίας δεν περιορίζονται στην Αριστερά και στις εκδοχές της, αλλά απλώνονται σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα και το διαβρώνουν. Δεν μου φαίνεται τυχαίο εξάλλου ότι, καταδικάζοντας τον νεοφιλελευθερισμό, ο κομαντάντε μας, μολονότι λάτρης και μελετητής των κλασικών του Μαρξισμού, προτίμησε να επικαλεσθεί (να κάνει κουόουτ, που λέμε) έναν σύγχρονο κλασικό του Μαρξισμού, τον κ. Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, από την ιστορική εκείνη ομιλία του περί νεοφιλελευθερισμού.
Η οργή όσων προσβάλλονται από την παρουσία του Τσίπρα στην Αβάνα, σε ρόλο Βαλκάνιου κομαντάντε ή, έστω, «νοτιοανατολικοευρωπαίου» κομαντάντε, ήταν η επιδίωξη του πρωθυπουργού, όχι μια παράπλευρη απώλεια που την αγνόησε. Οι επιθέσεις και η κριτική που δέχεται για τη συμμετοχή του στην κηδεία είναι αυτό με το οποίο ελπίζει ότι θα συσπειρώσει τους δικούς του, τον πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το περιβόητο 4% μπανιάδων (επιγόνων του Γ. Μπανιά), αριστεριστών, νεοκομμουνιστών και αλτουσερικών. Δεν έχει να τους προσφέρει τίποτε καλύτερο, με τα ποσοστά του κόμματος να καταποντίζονται στις δημοσκοπήσεις και τους βουλευτές να στέλνουν μηνύματα ανταρσίας. Σε αυτούς απευθυνόταν κυρίως και σαφέστερος δεν μπορούσε να γίνει από όσο όταν επεσήμαινε το κύριο δίδαγμα από τον βίο του εκλιπόντος: «Μας έμαθε ότι ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν είναι ανθόσπαρτος. Εχει δυσκολίες, έχει υποχωρήσεις, έχει σκαμπανεβάσματα και απαιτεί μεγάλες θυσίες».
Τζάμπα ο κόπος, νομίζω. Ο κομαντάντε Τσίπρας έκλεισε την ομιλία του στην «ανοικτή, λαϊκή εκδήλωση» με έναν μεγαλοπρεπή μπακαλιάρο: ταύτισε τον Φιντέλ Κάστρο με όσους αγωνίζονται «να διεκδικήσουν το αδύνατο, προκειμένου να πάψουν να ζουν το αδιανόητο». Αν φαντάζεται και τον εαυτό του υπό αυτούς τους όρους, κάνει λάθος. Αυτός πραγματοποίησε το αδιανόητο, προκειμένου να διεκδικήσει το αδύνατο, δηλαδή να κρατηθεί στην εξουσία με την ψήφο του ελληνικού λαού. Γιατί, ευτυχώς, ούτε είμαστε ούτε πρόκειται ποτέ να γίνουμε Κούβα.
Στ. Κασιμάτης-Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.