Πριν από 112 χρόνια, στις 22 Νοεμβρίου 1897, στην Κωνσταντινούπολη υπεγράφη η συνθήκη ειρήνης με την οποία τερματίστηκε ο τότε ελληνοτουρκικός πόλεμος. Ο «ατυχής πόλεμος», όπως τον αποκαλούμε εμείς οι Έλληνες, επειδή -ως γνωστόν- υπέστημεν ταπεινωτική ήττα. Στις 10-11 Δεκεμβρίου ενεστώτος έτους συνέρχεται στις Βρυξέλλες το Συμβούλιο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ένα κρίσιμο συμβούλιο, αφού μεταξύ άλλων θα συζητηθεί και η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Οι «27» θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα ανάψουν τον πράσινο σηματοδότη για την πορεία της γείτονος προς την Ευρώπη ή θα συνεχίσουν να την έχουν στο περίμενε, στο πορτοκαλί. Λογικά και ορθά ο Γ. Παπανδρέου θα ταχθεί υπέρ της πλήρους εντάξεως της Τουρκίας στην Ε.Ε., υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα εκπληρώσει στο ακέραιο τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της.
Ορθό και λογικό θα ήταν και οι υπόλοιποι εταίροι μας να έχουν την ίδια άποψη και θέση. Βεβαίως γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αφού σχεδόν άπαντες τοποθετούνται επί τη βάσει εθνικών και ευρύτερων γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων, και όχι με κριτήριο το κοινοτικό κεκτημένο και τις αξίες της Ένωσης.
Έτσι, άλλοι θέλουν την Τουρκία εκτός, άλλοι με ειδική σχέση και άλλοι πλήρως ενταγμένη. Οι περισσότεροι εξ όσων αντιτίθενται στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας προβάλλουν δύο επιχειρήματα. Πρώτον, δεν θέλουν να αλλοιωθεί με ανατολίτικα στοιχεία ο ευρωπαϊκός πολιτισμός και, δεύτερον, δεν επιθυμούν να «μολυνθεί» το χριστιανικό αίμα της Ευρώπης από τον μουσουλμανικό «ιό».
Ο κυριότερος βέβαια λόγος είναι ο πληθυσμός της Τουρκίας. Τα 80 εκατ. Τούρκων, που σε μερικά χρόνια μπορεί να είναι και 100, τρομάζουν κυριολεκτικά τους Ευρωπαίους.
Εάν η Τουρκία γινόταν πλήρες μέλος, θα επέρχετο πλήρης ανατροπή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τη σύνθεση των κοινοτικών οργάνων (Ευρωκοινοβούλιο, επιτροπή, άλλες επιτροπές και όργανα της Ε.Ε.) μέχρι τον κοινοτικό προϋπολογισμό και την κοινοτική αγορά έως και τις γεωπολιτικές ισορροπίες, πιθανότατα θα απειλείτο και η εσωτερική και η εξωτερική ασφάλεια της Ε.Ε., καθώς οι περιφερειακές αντιθέσεις στις οποίες εμπλέκεται η Τουρκία και οι αναταραχές που υπάρχουν στα σύνορά της θα εισέβαλλαν στο ευρωπαϊκό σώμα.
Σ’ αυτή τη ζυγαριά, οι ελληνικές και κυπριακές ενστάσεις για τους περισσότερους εταίρους μας είναι ήσσονος σημασίας. Για εμάς, όμως, προέχει η εξημέρωση του «θηρίου». Εμείς συνορεύουμε με την Τουρκία, εμείς έχουμε διαφορές, εμείς δεχόμαστε απειλές.
Άρα για εμάς είναι ζωτικής σημασίας η Τουρκία να παραμένει εντός ευρωπαϊκού πλαισίου. Και είναι ανόητοι άμα και ανιστόρητοι όσοι, ευτυχώς λίγοι, επιθυμούν να επιδείξουμε -όπως λένε- τσαμπουκά έναντι των γειτόνων μας επειδή κατέκτησε προ αιώνων ελληνικά εδάφη στην Ιωνία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη.
Όσοι ονειρεύονται να πάρουμε πίσω την Κωνσταντινούπολη ας απαντήσουν στην όντως εξωπραγματική και αφελή παρακάτω υπόθεση εργασίας.
Ας πούμε ότι έρχεται μια μέρα ο Ερντογάν και μας λέει: «Λέτε ότι η Κωνσταντινούπολη είναι δική σας. Σύμφωνοι. Ε, λοιπόν, σας τη δίνουμε. Πάρτε μαζί και την Ανατολική Θράκη». Τι θα κάνουμε; Θα την πάρουμε; Είναι συνετό να δεχθούμε να γίνει μέρος της ελληνικής επικράτειας η λεγόμενη ευρωπαϊκή Τουρκία; Μα, αν το δεχθούμε, η Ελλάδα από χώρα 10 εκατ. κατοίκων θα γίνει αυτομάτως μια χώρα 30 εκατομμυρίων, όπου όμως την πλειοψηφία των δύο τρίτων θα την έχουν οι Τούρκοι. Αυτομάτως θα γινόμασταν μειοψηφία.
Μόνοι μας, δηλαδή, θα βγάλουμε τα μάτια μας. Εκτός κι αν όλοι αυτοί οι κουφιοκεφαλάκηδες υποστηρίζουν ότι, μαζί με την «παραχώρηση» που θα μας έκαναν, θα μας άδειαζαν και τη γωνιά, μεταφέροντας 20 και πλέον εκατ. ανθρώπους στο ασιατικό τμήμα της Τουρκίας.
Υπάρχει, βέβαια, και άλλη εκδοχή. Να περάσουμε εμείς οι ίδιοι από λεπίδι 20 εκατ. Τούρκους για να πάρουμε εκδίκηση για όσα δεινά έχουμε υποστεί. Ας σοβαρευτούμε, λοιπόν, και ας κλείσουμε τα αυτιά μας στους εθνοκρετίνους.
Ας διεκδικήσουμε τα συμφέροντά μας όχι με βάση την Ιστορία, αλλά με τα σύγχρονα δεδομένα. Και το ίδιο να κάνουμε και με τα Σκόπια. Δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη, ούτε πρόκειται να λυθεί ποτέ το πρόβλημα της ονομασίας του βόρειου γείτονά μας εάν στις διαπραγματεύσεις που γίνονται συμμετέχει και ο Μεγαλέξανδρος.
Οφείλουν λοιπόν ο πρωθυπουργός και οι επιτελείς του στις διαπραγματεύσεις του Δεκεμβρίου και για τα τρία ανοιχτά θέματα (Σκοπιανό, Κυπριακό, ελληνοτουρκικές διαφορές) να επιμείνουν στις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» που υπάρχουν από την εποχή που ο ίδιος ήταν υπουργός Εξωτερικών. Ούτε τσαμπουκάδες χρειάζονται ούτε παλικαρισμοί για εσωτερική κατανάλωση.
Για μεν το Κυπριακό, η Τουρκία πρέπει να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, να ανοίξει τα λιμάνια, να σεβαστεί το κοινοτικό κεκτημένο, να αποχωρήσουν τα στρατεύματα κατοχής και να βρεθεί μια δίκαιη και βιώσιμη λύση για το νησί, στο πλαίσιο δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας.
Για δε το Σκοπιανό, μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις. Τέλος, για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας αρκεί η σταθερή προσήλωση στις αξίες και τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μια χώρα που επιθυμεί να γίνει μέλος μιας ένωσης δεν μπορεί να έχει εδαφικές βλέψεις για ένα άλλο κράτος-μέλος, ούτε μπορεί να το παρενοχλεί ή να απειλεί στρατιωτικά, και θα πρέπει οπωσδήποτε να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θρησκευτικές ελευθερίες.
Οποιαδήποτε δε διαφορά έχει (π.χ. υφαλοκρηπίδα, εναέριος χώρος) θα πρέπει να την επιλύει στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών, όπως -για παράδειγμα- το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο της Χάγης. Τόσο απλά και τόσο καθαρά. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο.
Όσο οι γείτονές μας δεν συμμορφώνονται, αυτοί θα χάνουν και θα γίνονται αθύρματα παιγνίων άλλων. Ίσως μάλιστα αυτά πρέπει να τους ειπωθούν και κατ’ ιδίαν με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής στις 10-11 Δεκεμβρίου. Και να τους υπομιμνήσκονται συνεχώς και μετά εάν δεν υπάρξει συμφωνία.
Ευκταίον πάντως και γι’ αυτούς και για μας θα ήταν όλες οι εκκρεμότητες να λυθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η οικονομική κρίση είναι και γι’ αυτούς και για μας η μείζων εθνική απειλή, που μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερες συμφορές απ’ ό,τι οι «ατυχείς πόλεμοι» των τελευταίων δεκαετιών μεταξύ μας.
Ειδικά μάλιστα για εμάς, η οικονομική κρίση και ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός αποτελούν ένα πρόσθετο εμπόδιο εν όψει του Δεκεμβρίου. Αυτή τη στιγμή είμαστε το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης.
Οι συμμαχίες που θα μπορούσαμε να έχουμε είναι ευάλωτες ένεκα της χαμένης αξιοπιστίας στα μάτια των εταίρων μας, αλλά και των διεθνών αγορών. Σίγουρα θα ήταν διαφορετική η διαπραγματευτική μας θέση εάν δεν είχαμε δεχθεί τόσες «κίτρινες κάρτες» από την κοινοτική γραφειοκρατία. Αλλιώς συμπεριφέρονται σε ένα ευνομούμενο κράτος και διαφορετικά σε μια υπό πτώχευση χώρα.
Από αυτή την άποψη, χρειάζεται να κάνει πολλές ακροβασίες ο Γ. Παπανδρέου για να μην ευρεθεί ενώπιον διασταυρούμενων πυρών και πιέσεων. Θα ήταν άδικο οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να βγάλουν στα λεγόμενα εθνικά μας θέματα το άχτι τους για τη δημοσιονομική ανταρσία μας.
Όπως και δεν θα ήταν πρέπον να χρησιμοποιήσουν τα λεγόμενα εθνικά μας θέματα για να μας πιέσουν να προσαρμοστούμε βίαια στις δημοσιονομικές κοινοτικές νόρμες. Στη διπλωματία και στις διεθνείς σχέσεις, όμως, η ηθική δεν έχει μεγάλο πεδίο εφαρμογής. Κυριαρχούν τα συμφέροντα. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του οφείλουν, λοιπόν, να πορευθούν με ψυχραιμία και σωφροσύνη.
Το 1897 ηττηθήκαμε στρατιωτικά από την Τουρκία, αλλά οι συνέπειες δεν ήταν τόσον εδαφικές (επανακτήσαμε τη Θεσσαλία, παρ’ ότι τη χάσαμε στο πεδίο της μάχης, και η Κρήτη απέκτησε μετά ένα έτος την ανεξαρτησία της από τους Τούρκους – πρώτο στάδιο για την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό), όσον οικονομικές.
Η Ελλάδα, αν και πτωχευμένη (ο Χαρ. Τρικούπης είχε πει το «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν»), αναγκάστηκε να καταβάλει στην Τουρκία αποζημίωση 4.000.000 τουρκικών λιρών ως πολεμική επανόρθωση και υποχρεώθηκε να πάρει ένα ακόμη δάνειο προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της.
Η υπαγωγή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο είχε ως αποτέλεσμα να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα μονοπώλια στο πετρέλαιο, στο οινόπνευμα, στο αλάτι, στον καπνό, στα σπίρτα, στο τσιγαρόχαρτο και στα τραπουλόχαρτα (τομείς ιδιαίτερα σημαντικοί για εκείνη την εποχή) που διατηρήθηκαν μέχρι και το 1981, όταν γίναμε μέλος της ΕΟΚ.
Τηρουμένων των αναλογιών, σήμερα μπορεί, αντιστρόφως, να συμβεί ό,τι και το 1897. Τυχόν οικονομική χρεοκοπία μπορεί να μας θέσει υπό διεθνή έλεγχο (της Ε.Ε., του ΔΝΤ, της ΕΚΤ κ.ά.) κι αυτό θα έχει επιπτώσεις και στα εθνικά μας θέματα και συμφέροντα. Ας προσέξουν λοιπόν οι «άνετοι», οι αστόχαστοι και οι αντικοινοτικοί, μην έχουμε έναν νέο «ατυχή πόλεμο».
Για να μη συμβεί αυτό, θα πρέπει άπαντες να επιδείξουμε σωφροσύνη, αυτοσυγκράτηση και πειθαρχία, εγκαταλείποντας την εθνική αμεριμνησία και τον λαϊκισμό. Και μια τελευταία σημείωση: Για τους αγνοούντες και τους αμνήμονες το «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν» ο Χαρ. Τρικούπης το είπε το 1893, τέσσερα χρόνια πριν από τον «ατυχή πόλεμο».
Η δε κήρυξη της Ελλάδος σε πτώχευση έγινε αφού προηγουμένως ο Χαρ. Τρικούπης δεν κατάφερε να συνάψει νέο εξωτερικό δάνειο ένεκα της εκτεταμένης ανθελληνικής εκστρατείας στο εξωτερικό, αλλά και της επιβολής δυσβάστακτων φόρων στον λαό.
felnikos.blogspot.com