Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο τρόπος που αντέδρασε ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυπριακή κρίση, ήταν σκέτο φιάσκο.
Κατ’ αρχήν, υιοθέτησε ασμένως, πλήρως και ανεπιφύλακτα το «περήφανο όχι» της κυπριακής Bουλής. Με τον τρόπο αυτό ανέθεσε, ως μη όφειλε, στην κυπριακή κρίση να δώσει την απάντηση στο κεντρικό ερώτημα όσον αφορά την πολιτική του -τι γίνεται μετά τις «περήφανες» «μονομερείς κινήσεις»; Ο ΣΥΡΙΖΑ εκχώρησε στον Αναστασιάδη το δικαίωμα να απαντήσει στη θέση του, χωρίς να κρατήσει ούτε καν μια «πισινή» για την περίπτωση που οι συσχετισμοί δεν «έβγαιναν». Και οι συσχετισμοί δεν βγήκαν· και το ηρωικό «όχι» έγινε ασθμαίνων «ναι» σε μια πολύ χειρότερη συμφωνία. Το τι σημαίνει αυτό για το πώς βλέπει ο κόσμος σήμερα τις επιπτώσεις της αντιμνημονιακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, αφήστε το καλύτερα.
Κατά δεύτερον, αδιαφόρησε για το ότι το «όχι» των Κύπριων, ήταν εν πολλοίς καθεστωτικό -η απάντηση του κυπριακού «τριγώνου της αμαρτίας» στην προοπτική να πάει στο
σφαγείο η ρωσική αγελάδα που αρμέγει εδώ και δεκαετίες. Ήταν κάπως σουρεαλιστικό να βλέπουμε την «ριζοσπαστική αριστερά» να τραγουδάει άξαφνα τα νεοφιλελεύθερα τραγούδια περί «τραπεζικής πίστης», «κατάσχεσης των ιδιωτικών περιουσιών» κ.λπ. Ή να κλαυθμηρίζει για την φορολόγηση των περιουσιών των Ρώσων ολιγαρχών! Ἠ να ζητάει αντί για τις καταθέσεις άνω των 100 χιλιάδων ευρώ να «συμβάλλουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» στην χρηματοδότηση των τραπεζών... «οι πόροι των ασφαλιστικών ταμείων», με άλλα λόγια οι... μισθωτοί και οι συνταξιούχοι!
Αφήνω που ο ΣΥΡΙΖΑ ζητάει στο οικονομικό του πρόγραμμα mot à mot την... «φορολόγηση των καταθέσεων». Εξάλλου τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει το περίφημο «να πληρώσουν οι τράπεζες»; Μήπως να σφαγούν οι τραπεζίτες και να πωληθούν ως κρέας στην «βρώμικη» ευρωπαϊκή αγορά τροφίμων;
Κατά τρίτον, επιχείρησε να αναστήσει το (θνήσκον) δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», την ίδια ώρα που το προνομιακό γήπεδο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι, τι αλλαγές χρειάζεται η Ελλάδα στην μεταμνημονιακή εποχή. Προσωπικά θεωρώ πως ό,τι ήταν να δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ το δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», του το έδωσε. Οι ψηφοφόροι που είναι έτοιμοι να «αγοράσουν» την ιδέα πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα αλλάξει το μεταπολιτευτικό καθεστώς, είναι πολύ περισσότεροι από εκείνους που πιστεύουν πως μόλις εκλεγεί ο Τσίπρας θα σκίσει τα μνημόνια και θα επαναφέρει τα εισοδήματα εκεί που βρίσκονταν το 2009.
Η Κουμουνδούρου αποβλέπει πια στην πλειοψηφία -και η «αντιμνημονιακή» προσέγγιση δεν προσφέρεται γι’ αυτό. Ο κόσμος διστάζει να πηδήξει στο κενό της μονομερούς καταγγελίας της δανειακής σύμβασης -και μετά την κυπριακή αναδίπλωση, αυτός του ο δισταγμός μάλλον θα ενισχυθεί. Αλλά -το χειρότερο ίσως- τυχόν επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στην βάση μιας αντιμνημονιακής καταγγελίας, θα τον έφερνε στην εξουσία διπλά παγιδευμένο: αν μεν κατήγγειλε τα μνημόνια, θα μας οδηγούσε στην δραχμή -και σε τέτοια εξαθλίωση κι απομόνωση που η αριστερά θα εξαφανιζόταν από την Ελλάδα «για μια γενιά», που θα έλεγε και ο Λίντον Τζόνσον. Αν πάλι έκανε μετεκλογικά «μνημονιακή» στροφή, θα συρρικνωνόταν σε χρόνο dt στα φυσιολογικά μικροσκοπικά του επίπεδα, φουσκώνοντας παράλληλα την άκρα δεξιά -αλλά και παλινορθώνοντας τα κατεστημένα κόμματα της μεταπολίτευσης.
Τέλος, η συμπόρευση με τους «ανεξάρτητους Έλληνες» (ΑΝΕΛ) ήταν ατυχέστατη. Ένα, συνέβαλε στην αναβίωση μιας πρωτόγονης «αντιμνημονιακής» πολιτικής. Δύο, αν θέλει να κερδίσει την πλειοψηφία, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να γίνει το «φυσιολογικό κόμμα εξουσίας» για τον αντιδεξιό κόσμο (τη «μεγάλη προοδευτική παράταξη») -ο Καμμένος πού «κολλάει»; Τρία, προκειμένου να εκφράσει αξιόπιστα το αίτημα της αλλαγής, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αποστασιοποιηθεί από τα κέντρα εξουσίας του μεταπολιτευτικού καθεστώτος (μίντια και διασημοκρατία, μαφιακό χρήμα, φοροδιαφυγή, διαφθορά κ.λπ.) -αλλά οι ΑΝΕΛ εκπροσωπούν μάλλον θυμωμένους καθεστωτικούς, παρά τους «ξεχασμένους της μεταπολίτευσης». Τέσσερα, στην σύγχρονη ελληνική ιστορία, τα κόμματα που προελαύνουν προς την εξουσία δεν ασχολούνται με συμμαχίες -διαπιστώνουν απλώς την ανάγκη για αλλαγή και υπογραμμίζουν το αυτονόητο- πως είναι τα μόνα που μπορούν να την φέρουν.
Το μόνο που ένωσε Τσίπρα και Καμμένο, είναι ο κυνισμός. Στο όνομα της αναπαλαίωσης της αντιμνημονιακής παράγκας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έδειξε μόνο έτοιμος να συμπορευτεί με τους τραπεζίτες και τους πλούσιους ολιγάρχες, δεν έδειξε μόνο έτοιμος να «βάλει χέρι» στα συνταξιοδοτικά ταμεία για να σώσει τους μεγαλοκαταθέτες. Έδειξε επίσης έτοιμος να συμπαραταχθεί και σε πολιτικό επίπεδο με μερίδα του κατεστημένου. Ο κυνισμός δεν είναι κακός στην πολιτική, αλλά οφείλει να έχει κάποιο μέτρο, ιδίως στις δύσκολες περιόδους, που ο κόσμος έχει ανάγκη να οσμιστεί τον ηγέτη και όχι απλώς να κάνει χάζι τον σαλτιμπάγκο που χορεύει καλύτερα στον ταμπουρά των ΜΜΕ, των δημοσκοπήσεων και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Αυτά είναι τα κακά νέα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα καλά είναι πως η Κουμουνδούρου παραμένει μακράν ο μείζων εκφραστής της αντιπολίτευσης στην τρικομματική κυβέρνηση, κι αυτό από μόνο του φέρνει πολλές ψήφους. Επίσης μπορούμε να υποθέτουμε πως το «κυπριακό» φιάσκο θα εξασθενήσει στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ τους νοσταλγούς του θολού «αντιμνημονιακού» μετώπου και θα δυναμώσει εκείνους που σκοπεύουν να μετατρέψουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε φορέα αντικαθεστωτικής ανατροπής, με την Ελλάδα εντός ευρωζώνης και με τήρηση των συμπεφωνημένων με τους εταίρους μας (με κάποιες φυσικά αμοιβαία αποδεκτές -και προδιαγεγραμμένες σε μεγάλο βαθμό- αλλαγές, όπως το περαιτέρω κούρεμα του ελληνικού χρέους με OSI της τάξης του 50% -που εξάλλου ζητούν ο Τσίπρας και... το ΔΝΤ).
Αν θέλει να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να καλύψει τον αντικαθεστωτικό-φιλοευρωπαϊκό χώρο. Είναι αλήθεια πως η κυπριακή κρίση τον ξεστράτισε ξανά προς το αντιμνημονιακό αδιέξοδο. Αν όμως πάρει το μάθημά του, έχει άφθονο χρόνο να μετατρέψει αυτό το φιάσκο σε ευκαιρία.
Νίκος Ράπτης - διαχειριστής της ppol.gr
Κατ’ αρχήν, υιοθέτησε ασμένως, πλήρως και ανεπιφύλακτα το «περήφανο όχι» της κυπριακής Bουλής. Με τον τρόπο αυτό ανέθεσε, ως μη όφειλε, στην κυπριακή κρίση να δώσει την απάντηση στο κεντρικό ερώτημα όσον αφορά την πολιτική του -τι γίνεται μετά τις «περήφανες» «μονομερείς κινήσεις»; Ο ΣΥΡΙΖΑ εκχώρησε στον Αναστασιάδη το δικαίωμα να απαντήσει στη θέση του, χωρίς να κρατήσει ούτε καν μια «πισινή» για την περίπτωση που οι συσχετισμοί δεν «έβγαιναν». Και οι συσχετισμοί δεν βγήκαν· και το ηρωικό «όχι» έγινε ασθμαίνων «ναι» σε μια πολύ χειρότερη συμφωνία. Το τι σημαίνει αυτό για το πώς βλέπει ο κόσμος σήμερα τις επιπτώσεις της αντιμνημονιακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, αφήστε το καλύτερα.
Κατά δεύτερον, αδιαφόρησε για το ότι το «όχι» των Κύπριων, ήταν εν πολλοίς καθεστωτικό -η απάντηση του κυπριακού «τριγώνου της αμαρτίας» στην προοπτική να πάει στο
σφαγείο η ρωσική αγελάδα που αρμέγει εδώ και δεκαετίες. Ήταν κάπως σουρεαλιστικό να βλέπουμε την «ριζοσπαστική αριστερά» να τραγουδάει άξαφνα τα νεοφιλελεύθερα τραγούδια περί «τραπεζικής πίστης», «κατάσχεσης των ιδιωτικών περιουσιών» κ.λπ. Ή να κλαυθμηρίζει για την φορολόγηση των περιουσιών των Ρώσων ολιγαρχών! Ἠ να ζητάει αντί για τις καταθέσεις άνω των 100 χιλιάδων ευρώ να «συμβάλλουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» στην χρηματοδότηση των τραπεζών... «οι πόροι των ασφαλιστικών ταμείων», με άλλα λόγια οι... μισθωτοί και οι συνταξιούχοι!
Αφήνω που ο ΣΥΡΙΖΑ ζητάει στο οικονομικό του πρόγραμμα mot à mot την... «φορολόγηση των καταθέσεων». Εξάλλου τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει το περίφημο «να πληρώσουν οι τράπεζες»; Μήπως να σφαγούν οι τραπεζίτες και να πωληθούν ως κρέας στην «βρώμικη» ευρωπαϊκή αγορά τροφίμων;
Κατά τρίτον, επιχείρησε να αναστήσει το (θνήσκον) δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», την ίδια ώρα που το προνομιακό γήπεδο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι, τι αλλαγές χρειάζεται η Ελλάδα στην μεταμνημονιακή εποχή. Προσωπικά θεωρώ πως ό,τι ήταν να δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ το δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», του το έδωσε. Οι ψηφοφόροι που είναι έτοιμοι να «αγοράσουν» την ιδέα πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα αλλάξει το μεταπολιτευτικό καθεστώς, είναι πολύ περισσότεροι από εκείνους που πιστεύουν πως μόλις εκλεγεί ο Τσίπρας θα σκίσει τα μνημόνια και θα επαναφέρει τα εισοδήματα εκεί που βρίσκονταν το 2009.
Η Κουμουνδούρου αποβλέπει πια στην πλειοψηφία -και η «αντιμνημονιακή» προσέγγιση δεν προσφέρεται γι’ αυτό. Ο κόσμος διστάζει να πηδήξει στο κενό της μονομερούς καταγγελίας της δανειακής σύμβασης -και μετά την κυπριακή αναδίπλωση, αυτός του ο δισταγμός μάλλον θα ενισχυθεί. Αλλά -το χειρότερο ίσως- τυχόν επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στην βάση μιας αντιμνημονιακής καταγγελίας, θα τον έφερνε στην εξουσία διπλά παγιδευμένο: αν μεν κατήγγειλε τα μνημόνια, θα μας οδηγούσε στην δραχμή -και σε τέτοια εξαθλίωση κι απομόνωση που η αριστερά θα εξαφανιζόταν από την Ελλάδα «για μια γενιά», που θα έλεγε και ο Λίντον Τζόνσον. Αν πάλι έκανε μετεκλογικά «μνημονιακή» στροφή, θα συρρικνωνόταν σε χρόνο dt στα φυσιολογικά μικροσκοπικά του επίπεδα, φουσκώνοντας παράλληλα την άκρα δεξιά -αλλά και παλινορθώνοντας τα κατεστημένα κόμματα της μεταπολίτευσης.
Τέλος, η συμπόρευση με τους «ανεξάρτητους Έλληνες» (ΑΝΕΛ) ήταν ατυχέστατη. Ένα, συνέβαλε στην αναβίωση μιας πρωτόγονης «αντιμνημονιακής» πολιτικής. Δύο, αν θέλει να κερδίσει την πλειοψηφία, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να γίνει το «φυσιολογικό κόμμα εξουσίας» για τον αντιδεξιό κόσμο (τη «μεγάλη προοδευτική παράταξη») -ο Καμμένος πού «κολλάει»; Τρία, προκειμένου να εκφράσει αξιόπιστα το αίτημα της αλλαγής, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αποστασιοποιηθεί από τα κέντρα εξουσίας του μεταπολιτευτικού καθεστώτος (μίντια και διασημοκρατία, μαφιακό χρήμα, φοροδιαφυγή, διαφθορά κ.λπ.) -αλλά οι ΑΝΕΛ εκπροσωπούν μάλλον θυμωμένους καθεστωτικούς, παρά τους «ξεχασμένους της μεταπολίτευσης». Τέσσερα, στην σύγχρονη ελληνική ιστορία, τα κόμματα που προελαύνουν προς την εξουσία δεν ασχολούνται με συμμαχίες -διαπιστώνουν απλώς την ανάγκη για αλλαγή και υπογραμμίζουν το αυτονόητο- πως είναι τα μόνα που μπορούν να την φέρουν.
Το μόνο που ένωσε Τσίπρα και Καμμένο, είναι ο κυνισμός. Στο όνομα της αναπαλαίωσης της αντιμνημονιακής παράγκας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έδειξε μόνο έτοιμος να συμπορευτεί με τους τραπεζίτες και τους πλούσιους ολιγάρχες, δεν έδειξε μόνο έτοιμος να «βάλει χέρι» στα συνταξιοδοτικά ταμεία για να σώσει τους μεγαλοκαταθέτες. Έδειξε επίσης έτοιμος να συμπαραταχθεί και σε πολιτικό επίπεδο με μερίδα του κατεστημένου. Ο κυνισμός δεν είναι κακός στην πολιτική, αλλά οφείλει να έχει κάποιο μέτρο, ιδίως στις δύσκολες περιόδους, που ο κόσμος έχει ανάγκη να οσμιστεί τον ηγέτη και όχι απλώς να κάνει χάζι τον σαλτιμπάγκο που χορεύει καλύτερα στον ταμπουρά των ΜΜΕ, των δημοσκοπήσεων και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Αυτά είναι τα κακά νέα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα καλά είναι πως η Κουμουνδούρου παραμένει μακράν ο μείζων εκφραστής της αντιπολίτευσης στην τρικομματική κυβέρνηση, κι αυτό από μόνο του φέρνει πολλές ψήφους. Επίσης μπορούμε να υποθέτουμε πως το «κυπριακό» φιάσκο θα εξασθενήσει στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ τους νοσταλγούς του θολού «αντιμνημονιακού» μετώπου και θα δυναμώσει εκείνους που σκοπεύουν να μετατρέψουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε φορέα αντικαθεστωτικής ανατροπής, με την Ελλάδα εντός ευρωζώνης και με τήρηση των συμπεφωνημένων με τους εταίρους μας (με κάποιες φυσικά αμοιβαία αποδεκτές -και προδιαγεγραμμένες σε μεγάλο βαθμό- αλλαγές, όπως το περαιτέρω κούρεμα του ελληνικού χρέους με OSI της τάξης του 50% -που εξάλλου ζητούν ο Τσίπρας και... το ΔΝΤ).
Αν θέλει να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να καλύψει τον αντικαθεστωτικό-φιλοευρωπαϊκό χώρο. Είναι αλήθεια πως η κυπριακή κρίση τον ξεστράτισε ξανά προς το αντιμνημονιακό αδιέξοδο. Αν όμως πάρει το μάθημά του, έχει άφθονο χρόνο να μετατρέψει αυτό το φιάσκο σε ευκαιρία.
Νίκος Ράπτης - διαχειριστής της ppol.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σεβαστείτε το ελεύθερο βήμα σχολιασμού και διαλόγου. Ανωνυμία δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Σημείωση : Κάθε υβριστικό , προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται...
Σχόλια με ονομαστικές αναφορές που περιέχουν ατεκμηρίωτες καταγγελίες θα διαγράφονται.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.