Στο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα» ο βασιλιάς της χώρας ζητάει συνεχώς από τους ράφτες τους να του φτιάχνουν καινούργια ρούχα διότι πιστεύει ότι έτσι, μαζί με τον θαυμασμό, θα κερδίσει και την υποταγή των υπηκόων του.
Οι ραφτάδες όμως δεν προλαβαίνουν και έτσι κάθε τόσο, προσλαμβάνονται καινούργιοι. Ανάμεσά τους και δύο απατεώνες που τον πείθουν ότι θα του ράψουν ρούχα από ένα μαγικό ύφασμα το οποίο θα μπορούν να δουν μόνο οι έξυπνοι.
Προσποιούνται ότι κόβουν, ράβουν και κεντάνε αόρατες φορεσιές. Κανείς δεν τις βλέπει – του βασιλιά συμπεριλαμβανομένου – αλλά κανείς δεν το ομολογεί για να μη θεωρηθεί βλάκας.
Ολοι προσποιούνται ότι θαυμάζουν τις υπέροχες ενδυμασίες και σιγά σιγά αυθυποβάλλονται (όπως θα λέγαμε στη γλώσσα των ενηλίκων) ότι όντως υπάρχουν.
Την ημέρα που γίνεται η μεγάλη παρέλαση για να θαυμάσουν οι υπήκοοι την καινούργια γκαρνταρόμπα του αυτοκράτορα – που εννοείται ότι